Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΣΑΙΞΠΗΡ, Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ




John William Waterhouse, Miranda



Επιμέλεια: De Profundis Ya
 9/12/2014


 SHAKESPEARE, THE TEMPEST

Το τραγούδι του Άριελ.
Εδώ στους άμμους φθάσετε,
κ' εδώ χεροπιασθήτε·
δώστε φιλιά και ΛΆΒΕΤΕ
(το κύμα αποκοιμείται)
κ' εδώ 'πιδέξιο στήσετε
στην αμμουδιά, χορό.
Και αντιφωνήστε, Πνεύματα,
γλυκά σ' ό,τι λαλώ,
να, να, τους αγροικώ.
Αντιφ. Μπάου, βγάου. (Σκόρπια).
Γαυγύζουν τα μαντρόσκυλα.
Αντιφ. Μπάου, βγάου. (Σκόρπια).
Τον πέτειν' αγροικάω.
με κορδωμένο φέρσιμο.
λαλεί κουκουρουκού.

ΦΕΡΔΙΝ. Τούτ' η μουσική πού να 'ναι; στον αέρα τάχα, ή στη γη; πλια δεν αχάει· — και βέβαια κάποιον θεόν του νησιού συνοδεύει. Σε βράχο απάνω καθούμενος, και ξανακλαίοντας του πατρός μου, του βασιλέα, το καταπόντισμα, άκουσα κ' εσιγοσίμωσε κοντά μου αυτή η μουσική απάνω στα κύματα, ημερώνοντας το θυμό τους και το πάθος μου με το γλυκό της ήχο.Από κει την ακολούθησα, ή, κάλλιο, μ' έσυρ' εκείνη. — Αλλ' εχάθη· όχι·αρχίζει πάλι.

Ο Άριελ τραγουδάει.
Εις πολύ βάθος κοίτεται
το σώμα του πατρός σου^
κοράλια είναι τα κόκκαλα,
τα μάτια μαργαρίτες.
Κάθε φθαρτό της φύσης του^
μέσα στο κύμα πέρνει
ξένη μορφή πολύτιμη,
και η κόρες της θαλάσσης
απ' ώρα σ' ώρα σήμαντρο
βαρούν για τη θανή του.
Άκου τες· τώρα τες γροικώ,
ντιν, ντον, νεκρά σημαίνουν.
Αντιφ. Ντιν, ντον.


 The shipwreck in Act I, Scene 1, in a 1797 engraving by Benjamin Smith 
after a painting by George Romney



 ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ, ΣΚΗΝΗ Α'.
 
Καράβι' ς την θάλασσα· θαλασσοζάλη με βροντές και μ' αστραπές
(Μπαίνουν ο ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ και έπειτα ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ}

.
ΚΑΡΑΒ. Πλωρήτη, —
ΠΛΩΡ. Εδώ, αφέντη — πώς ακούς την καρδιά σου;
ΚΑΡΑΒ. Καλά· φώναζε τους ναύταις· βάλε όλα σου τα δυνατά, ειδεμή θα τσακισθούμε. (Βγαίνει).
(Μπαίνουν Ναύταις).
ΠΛΩΡ. Ελάτε, φίλοι μου· σαν παλληκάρια, παιδιά μου· με καρδιά, με καρδιά·
μαζώξτε το τρίτο πανί· το νου σας στη σφυρίχτρα του καραβοκύρη.— Φύσα,
ξεθύμανε όλο σου τον αγέρα, αν σε χωράη ο τόπος!
(Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ και άλλοι).
ΑΛΟΝΖ. Καλέ Πλωρήτη, φρόντιζε· πού είναι ο καραβοκύρης; κάμετε ωσάν άνδρες.
ΠΛΩΡ. Γεια, στη ζωή σας, κοπιάστε κάτω.
ΑΝΤΩΝ. Πλωρήτη, πού είναι ο καραβοκύρης;
ΠΛΩΡ. Δεν τον ακούτε; Εσείς χαλάτε τους κόπους μας. Μείνετε στες κάμαρές σας· εσείς βοηθάτε την τρικυμία.
ΓΟΝΖ. Έλα, φίλε μου, ολίγ' υπομονή.
ΠΛΩΡ. Αν την είχε το πέλαο. Όξ' από ‘δώ! Έγνοια πώχουν για τον βασιλέα αυτά πού μουγκρίζουν! Κάτω· σιγάτε· μη μας σκοτίζετε.
ΓΟΝΖ. Καλό· μόν' θυμήσου ποίους έχεις εδώ μέσα.
ΠΛΩΡ.
Δεν έχω κανένα που ν' αγαπάω καλύτερ' από τον εαυτό μου· του λόγου σου
είσαι σύμβουλος· πρόσταξε, αν ημπορής, τούτα τα στοιχεία να βουβαθούνε,
και κάμε την ειρήνη ανάμεσό τους, κ' εμείς πλια δεν τραβάμε σχοινί· ας
κάμ' η εξουσία σου· αν δεν ημπορείς, κάτεχέ μας χάρη ότι έζησες τόσο,
και πήγαινε στην κάμαρή σου, ετοιμάσου για τη συμφορά, αν θε να φθάση,
(Προς τους ναύταις). Έξυπνα, παιδιά μου, — Όξω από τη μέση, σας είπα.
(Βγαίνει).
ΓΌΝΖ.
Εγώ πέρνω μεγάλη παρηγοριά απ' αυτό το υποκείμενο· φαίνεταί μου,αυτός
δεν είναι για πνίμμα· μοιάζει όλος για την κρεμάστρα. Κράτει σφικτά,
μοίρα καλή, το φούρκισμά του! Τη θηλειά, που του φυλάς, κάμε την για μας
παλαμάρι, γιατί, ολίγ' ωφελούν τα δικά μας! Ανίσως αυτός δεν εγεννήθηκε
για την κρεμάλα η θέση μας είναι ελεεινή. (Βγαίνουν).
Μπαίνει ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ)
ΠΛΩΡ.
Κάτω το μεγάλο κατάρτι· σφικτά. Κάτω· παρακάτω μαζώξτε όλα τα πανιά,
αφήστε μοναχά το μεγάλο. (Ακούεται κραυγή από μέσα). Πανούκλα στα φωνατά
τους! τόσο δεν βροντάει ο καιρός, ούτε αυτό μας το έργο. (Μπαίνουν ο
Σεβαστιανός, ο Γονζάλος και ο Αντώνιος). Πάλι πίσω; τι κάνετ' εδώ; θα τ'
αφήσουμε γι' απελπισμένο; και θα πνιγούμε; σας αρέσει να βουλήσουμε;
ΣΕΒΑΣΤ. Φάουσα στο λάρυγγά σου. άπονο σκυλί, φωνάρα και βλάσφημε!
ΠΛΩΡ. Δουλεύτε σεις, κάνε.
ΑΝΤΩΝ.
Στη φούρκα, σκυλί, στη φούρκα! ληστή, που άλλο δεν ξέρεις ειμή να κάνης
αντάρες και να βρίζης· σκιαζόμασθε να πνιγούμε λιγώτερό σου.
ΓΟΝΖ. Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη.
ΠΛΩΡ. Ας βγούμ' όξω· απλώστε τα δυο χαμηλά πανιά, και πάλι στ' ανοικτά.
(Μπαίνουν ναύταις βρεμμένοι).
ΝΑΥΤ. Όλα χαμένα! στα πατερμά μας! στα πατερμά μας! όλα χαμένα! (Βγαίνουν).
ΠΛΩΡ. Τι; θα κρυώσουν τα χείλη μας;
ΓΟΝΖ. Ο βασιλέας και ο υιός του δέονται! ας κάμουμε το αυτό κ' εμείς,διότι το ίδιο μας μέλλεται.
ΣΕΒΑΣΤ. Σκάζω από τη χολή μου.
ΑΝΤΩΝ.
Πες που μεθυστάδες ερρίξανε τη ζωή μας! κύτταξ' εκείνον τον ληστή, τον
πλατυλάρυγγα! α! να σε ξεπλύνουν δέκα φορές τα ρεύματα πριν αποπνιγής!
ΓΟΝΖ.
Θα κρεμασθή, σας είπα· αγκαλά κάθε ρανίδα άρμης, ορκίζεται το ενάντιο,
και χάσκει πλατειά να τον καταπιή. (Ανακατωμένες φωνές από μέσα: Θε!
Ελέησέ μας! βουλάμε, βουλάμε! — έχετε γεια, γυναίκα μου,και παιδιά μου!
έχε γεια, αδελφέ! βουλάμε, βουλάμε, βουλάμε!)
ΑΝΤΩΝ. Ας πάμε σιμά στον βασιλέα να βουλήσωμ' όλοι μαζή του. (Βγαίνει).
ΣΕΒΑΣΤ. Πάμε να τον αποχαιρετήσουμε. (Βγαίνει).
ΓΟΝΖ.
Τώρα εγώ έδινα χίλια μίλια θάλασσα για μία ζευγιά άκαρπο χώμα· ας ήτουν
μακρουλό ρίκι, βράχλο μαυρουδερό, ό,τι θέλεις· του θεού το θέλημ'ας
γένη! αλλ' αγαπούσα καλύτερα να πεθάνω στεγνός. (Βγαίνει).



Thomas Stothard (1755 - 1834), Prospero, Miranda and Ariel, from 
"The Tempest," Act I, scene ii, Yale Center for British Art


 ΣΚΗΝΗ Β'.
(Μπαίνουν ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και η ΜΙΡΑΝΤΑ).
ΜΙΡ. Αφού με την τέχνη σου, πατέρα μου υπεράκριβε, έφερες τάγρια νερά σε

τόση ταραχή, εσύ ταπείνωσέ τα· ο ουρανός δείχνει πώς θα χύση ανυπόφορη
πίσσα, μόν' η θάλασσ' ανεβαίνει ως την όψη του στερεώματος και πνίγει τη
φλόγα. Ω! τους είδα, και επόνεσα με τους πονεμένους! ένα ωραίο καράβι,
που είχε βέβαια μέσα του κάποια αξιόλογα πλάσματα,κατασυντριμμένο! Αχ!
ίσια κατά την καρδιά μου ήρθε κ' έκρουσ' εκείν' η βοή! Οι άμοιροι!
εχαθήκαν! Αν ήμουν εγώ τότε ένας μεγαλοδύναμος θεός,θα εβύθιζα μέσα στη
γη τα πέλαγα, πριν καταπιούν έτσι το καλό πλεούμενο, μ' όσες απάνω του
εβαστούσε ψυχές!
ΠΡΟΣΠ. Ησύχασε· μην τρέμης άλλο· λέγε της ελεητικής καρδιάς σου ότι κανένα κακό δεν έγινε.
ΜΙΡ. Ω! ημέρα του πόνου!
ΠΡΟΣΠ.
Κακό κανένα. Τάκαμ' όλα για την φροντίδα πώχω για σε, (για σε,μονάκριβή
μου θυγατέρα!) που αγνοείς, ποία είσαι, διότι δεν γνωρίζεις πόθεν
κατάγομ' εγώ· ούτε πως είμαι πολύ καλύτερος απ' ό,τι φαίνομαι,και για
τον Πρόσπερο μεγαλύτερα δεν ηξέρεις, ειμή πως είναι νοικοκύρης ενός
φτωχού σπηλαίου και πατέρας σου.
ΜΙΡ. Ο νους μου δεν εγύρεψε ποτέ να μάθη άλλα.
ΠΡΟΣΠ.
Είναι καιρός να σου μάθω περισσότερα. Δος μου ένα χέρι να βγάλω το
μαγικό φόρεμά μου. Έτσι. (Βάνει κάτω τη χλαμύδα του). — Τέχνη μου,στέκ'
αυτού. — Στέγνωσε τα μάτια σου· παρηγορήσου. Το φοβερό θέαμα του
καταποντισμού, που έγγιξε μέσα σου όλη τη δύναμη της λύπης, εγώ με
κάποιο εύρεμα της τέχνης μου τόσο ακίνδυνα τώχω διορίσει, ώστε ψυχή δεν
είναι, — όχι, μηδέ τρίχα έχασε κανείς μέσα σ' εκείνο το καράβι, που
άκουσες κ' εβόησε, που είδες κ' εβυθίσθηκε. Κάθισε· γιατί τώρα μέλλεις
να μάθης περισσότερα.
ΜΙΡ.
Πολλές φορές αρχίνησες να μου ειπής ποία είμαι, πλην έμεινες, και μ'
άφησες σε μάταιην έρευνα, τελειώνοντας με το: στάσου, όχι ακόμη.
ΠΡΟΣΠ.
Ιδού, η ώρα έφθασε· τούτ' η στιγμή καθαυτό σε προστάζει ν'ανοίξης
ταυτιά σου· υπάκουσέ την και πρόσεχε. Θυμάσαι έναν καιρό πριν
κατοικήσουμε τούτο το σπήλαιο; δεν το πιστεύω· γιατί δεν είχες ακόμη
κλείσει τους τρεις χρόνους τότε.
ΜΙΡ. Μάλιστα, αφέντη, θυμάμαι.
.............
(Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ).
ΑΡΙΕΛ.
Χαίρε, χαίρε, μεγάλε αφέντη! φρόνιμε κύριε, χαίρε! Έρχομαι να σου κάμω
ό,τι καλύτερο αγαπάς· να πετώ, να πλέω, στες φλόγες μέσα να βουτώ, απάνω
στα σγουρά σύγνεφα καβαλλικευτά ν' αρμενίζω· εις την δυνατή σου
προσταγή έτοιμος είναι ο Άριελ μ' όλα του τα ιδιώματα.
ΠΡΟΣΠ. Πνεύμα, έκαμες την τρικυμία καταλεπτώς καθώς εγώ σου επρόσταξα;
ΑΡΙΕΛ.
Δεν άφησα το παραμικρό. Εχύθηκα στο βασιλικό καράβι· πότε στην πλώρη
πότε στη μέση· στο κατάστρωμα, σε κάθε γωνιά, εφλόγιζα τρομάρα·κάποτ'
εσχιζόμουνα, κ' έκαια σε διάφορα μέρη· στο ένα στ' άλλο κατάρτι,στα
ξάρτια, έλαμπα ξεχωριστά, και πάλ' έσμιγα κ' εγενόμουνα ένας· του Διός η
αστραπές, της τρομερής βροντής η προμηνύτρες, δεν είναι πλια ξαφνιστές
και για το μάτι ακατάφθαστες· ο βρόντος, η φωτιά, που έσκαζε από τη
θειάφη, εφαίνετο πως πολιορκούσαν τον μεγάλον Ποσειδώνα, κ'έκαναν τα
τολμηρά κύματά του να τρέμουν, μάλιστα εσάλευαν τη φοβερή του τρίαινα.
ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος,ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα;



 Angelica Kauffmann, 1782, Scene with Miranda and Ferdinand, 
oil on canvas, Austrian Gallery Belvedere


 Ο Φερδινάνδος φλερτάρει τη Μιράντα:
ΦΕΡΔΙΝ. Αξιοθαύμαστη Μιράντα! αλήθεια η κορυφή του θαύματος! που αξίζεις ό,τι
ακριβό έχει ο κόσμος! Πολλές κυρίες εμάτιασα με κύτταγμα τρυφερό, και

πολλές φορές τα γλυκομίλητα χείλη τους υπόταξαν τα πάρα πρόθυμα αυτιά
μου· διάφορες γυναίκες μ' άρεσαν για διάφορες αρετές,αλλά την ψυχή μου
δεν συνεπήρε καμμία τόσο βαθυά, ώστε να μη της ιδώ κάποιο λάθος να
πολεμάη από τες χάρες της την υψηλότερη, και να την κατεβάζη· αλλά συ, ω
συ, τόσο τέλεια, ασύγκριτη τόσο, επλάσθης με κάθε άλλου πλάσματος το
άνθος.

ΜΙΡ.
Εγώ δεν γνωρίζω καμμία του γένους μου· δεν θυμούμαι καμμιάς γυναικός
πρόσωπο, ειμή, από τον καθρέφτη, το δικό μου· μήτε είδα άλλους, άξιους
να τους ονομάσω άνδρες, παρά σε, καλέ μου φίλε, και τον ακριβό μου
πατέρα· πώς είναι κει όξω τα πράγματα, είμαι άμαθη· αλλά στη σεμνότη μου
απάνου (το μαργαριτάρι της προίκας μου), δεν επιθυμούσα άλλον σύντροφο
στον κόσμο παρά σε, μήτε δύναται η φαντασία να πλάση άλλη μορφή, παρά
σε, να μ' αρέση· — αλλά εγώ παραμιλώ, και σ' αυτά λησμονώ τες νουθεσίες
του πατρός μου.

ΦΕΡΔΙΝ.
Εγώ 'μαι βασιλέως υιός, Μιράντα· στοχάζομαι και βασιλέας, (έτσι να μην
ήμουν!), και βέβαια δεν θα έστεργα τούτη τη δουλική αγγαρεία όσο δεν θα
υπόφερνα να μου μολύνη η μύγα τα χείλη. Άκουσε την ψυχή μου, που μιλεί·
τη στιγμή που σε πρωτόειδα η καρδιά μου ευθύς ώρμησε να σε δουλέψη·
αυτού υπάρχει δύναμις άξια να με σκλαβώση, και γι' αγάπη σου ιδού με,
ευχαριστημένος φορτώνομαι ξύλα.

ΜΙΡ. Μ' αγαπάς;
ΦΕΡΔΙΝ.
Ω Ουρανοί και Γη, γενήτε μάρτυρες εις τούτη τη φωνή μου, και σ'εκείνο,
που ομολογώ, στεφανώστε μ' αγαθό τέλος, αν ομιλώ με αλήθεια·και ανίσως
με δόλο, τότε όσα καλά και αν μου μέλλουνε γυρίστε τα όλα σε τόσες
συμφορές! Εγώ παραπάνου απ' ό,τι και αν είναι στον κόσμο σ'αγαπώ, σε
σέβομαι, και σε δοξάζω.
ΜΙΡ. Τρελλή πούμαι, να κλαίω για κείνο που χαίρομαι.
ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του), Ωραία συναπαντηθήκαν δυο πολύτιμες ψυχές! Ουρανοί,βρέξτε χάρι απάνου σ' ό,τι βλασταίνει ανάμεσό τους!
ΦΕΡΔΙΝ. Τι κλαις;
ΜΙΡ.
Γιατί δεν είμ' άξια, και δεν τολμώ να προσφέρω εκείνο που ποθώ να δώσω,
και τρέμω να δεχθώ εκείνο, π' αν το στερηθώ, πεθαίνω· αλλ' αυτά είναι
μάταια· και εκείνο όσο περισσότερο πάσχει να κρυφθή, τόσο περισσότερο
μεγαλώνει και φαίνεται. Μακρυά από μένα, εντροπαλή τέχνη!και σπρώξε με,
άδολη εσύ και άγια απλότης! Εγώ 'μαι γυναίκα σου, ει δε μή, θέλει πεθάνω
δούλα σου· για σύντροφο μπορείς να μ' αρνηθής· αλλά δούλα θα σου είμαι,
θέλης και μη θέλης.
ΦΕΡΔΙΝ. Κυρία μου υπεράκριβη, κ' εγώ πάντα, καθώς είμαι τώρα, ταπεινός.
ΜΙΡ. Λοιπόν, άνδρας μου;
ΦΕΡΔΙΝ. Ναι, και με καρδιά τόσο πρόθυμη, όσο της σκλαβιάς για την ελευθερία· — ιδού το χέρι μου.
ΜΙΡ. Ιδού και το δικό μου, και σ' αυτό μέσα η καρδιά μου· και τώρα,χαίρε για μισή ώρα.

Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ 5ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
1913

 
Το λεκτικόν της μεταφράσεως έμεινεν όπως εις την πρώτην έκδοσιν, με σπανίας παραλλαγάς, σύμφωνα με τας γλωσσικάς αντιλήψεις του Πολυλά —όπως φανερώνονται εις την πολύ μεταγενεστέραν μετάφρασιν του Άμλετ.
Ο εκδότης
ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Ν. Α. ΧΙΩΤΗ — ΑΘΗΝΑΙ, ΟΔΟΣ ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ

ΠΡ Ο Σ Ω Π Α ΑΛΟΝΖΟΣ, βασιλέας της Νεάπολις ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, αδελφός του.
ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, ο νόμιμος δούκας του Μιλάνου.ΑΝΤΩΝΙΟΣ, αδελφός του, ο άνομος δούκας του Μιλάνου.ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, υιός του βασιλέα της Νεάπολις.
ΓΟΝΖΑΛΟΣ, τίμιος γέροντας, σύμβουλος του βασιλέα της
Νεάπολις.
ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ) ) Ευγενείς ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ,)ΚΑΛΙΜΠΑΝ, άγριος και κακόμορφος δούλος.ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, ξεφαντωτής.ΣΤΕΦΑΝΟΣ, μέθυσος κελλάρης.Καραβοκύρης, πλωτάρης και ναύταις.ΜΙΡΑΝΤΑ, θυγατέρα του Προσπέρου.ΑΡΙΕΛ, αέριο Πνεύμα.Η ΔΗΜΗΤΡΑ. )Η ΗΡΑ. )Πνεύματα ΝΥΜΦΑΙΣ.
)ΘΕΡΙΣΤΑΔΕΣ.)
Άλλα Πνεύματα, που υπηρετούν τον ΠΡΟΣΠΕΡΟ.

Πηγή: http://vihos.blogspot.gr/2012/10/5.html


 William Hogarth A Scene from Act I, Scene 2 (Ferdinand courting Miranda) 
of Shakespeare's „The Tempest“c. 1736


Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ 

Η τρικυμία (The Tempest) είναι έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και κατά πολλούς θεωρείται το τελευταίο του.


 ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΠΟΥ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΑΝ ΚΑΙ ΕΓΡΑΨΑΝ ΜΟΥΣΙΚΗ 
ΠΑΝΩ ΣΤΗ "ΤΡΙΚΥΜΙΑ" ΤΟΥ ΣΑΙΚΣΠΗΡ 
 Sir Arthur Sullivan: Σύνθεση του 1861 κατά την αποφοίτησή του. Σκηνική
μουσική πάνω στο έργο του Shakespear. Η πρεμιέρα του δόθηκε ένα χρόνο
αργότερα στο Crystal Palace του Λονδίνου και έκανε αμέσως αίσθηση.

  
Sibelius - The Tempest: Σκηνική μουσική, που γράφτηκε το 1926 για μια
πλουσιοπάροχη παραγωγή στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης. Το 1927
πρόσθεσε έναν επίλογο για τη παράσταση του Ελσίνκι. Με τα διάφορα όργανα

χαρακτηρίζει τους ήρωες του έργου, π.χ με άρπες και κρουστά αντιπροσωπεύει 
τον Πρόσπερο. 
Το 2013 το American Ballet Theatre με χορογραφίες του Alexei Ratmansky, 
έδωσε παράσταση στη Νέα Υόρκη βασισμένη στη "Τρικυμία" και στη μουσική του Sibelius.





Tchaikovsky: Συμφωνικό ποίημα, Opus 18, σύνθεση του 1873. Η πρεμιέρα του δόθηκε 
τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς με τον Νikolai Rubinstain στο πόντιουμ.
(Υπάρχει
ακόμη ένα Σ.Π. του Tchakikovsky με την ίδια ονομασία που δεν 
                        έχει όμως σχέση με το συγκεκριμένο και είναι: The Storm, Op. posth. 76 
                                                            και γράφτηκε το 1864)

Tchaikovsky The Tempest Symphonic Fantasy after Shakespeare op.18. Gustavo
Dudamel, Simon Bolivar Symphony Orchestra of Venezuela

 Frank Martin: Five Ariel Songs (1950), για σοπράνο, άλτο, τενόρο και μπάσο


 Vaughan Williams: Three Shakespeare Songs
 ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ


 The Tempest - 2010 - Full Movie - 720p HD directed by Julie Taymor and premiered at the Venice Film Festival in September 2010, based on the play of the same name by William Shakespeare, featuring Helen Mirren in the principal role of Prospera





 Βωβός κινηματογράφος, 1908






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου