Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ: - 2





Moonlight Sonata



*De Profundis Ya

ΜΝΗΜΗ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
 Ένα ποίημα, μια Γυναίκα, ένας Νέος, ένας μονόλογος, συμβολισμοί…Η εξομολόγηση, δύο διαφορετικοί κόσμοι… ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ
Γιάννης Ρίτσος - H σονάτα του σεληνόφωτος (Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεταιπου ασπρίσαν τα μαλλιά μου.
Το φεγγάριθα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου.
Δε θα καταλάβεις.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Wilhelm Kempff plays Beethoven's Moonlight Sonata mvt. 1

 Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνουλησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σουλίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεταιη πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,τόσο αδιάφορη κι αϋλη,τόσο θετική σαν μεταφυσικήπου μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχειςπως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
 Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέραςμπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματοςνιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζειςούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Horowitz plays Moonlight Sonata
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
 Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβαόπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένουαπ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομοόπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά τηςή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
 Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαικαι με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα ταδίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθοςλικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυοσα να μην είχε τίποτα να κλείσειή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μουείχα μανία με τα μαντίλια,όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούςμε το λιόγερμαή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνεοι εργάτες στο αντικρινό γιαπίή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μουποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.
Ο Ρίτσος διαβάζει Ρίτσο~Η σονάτα του σεληνόφωτος (1956) - 1
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξιν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκαπως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείομε μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες- 8, 16, 32, 64 -κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάςόλο φως και ροζ λουλούδια,(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -κ’ οι δικοί μου στήριζανμεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκατα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισανάνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμαδίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Sonata No 14 in C sharp minor op 27 No 2 'Moonlight'; 1. Adagio sostenuto (Ludwig van Beethoven)
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβαόπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένουαπ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομοόπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά τηςή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσωέχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστααπ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σουκι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρακι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάριπου ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώπολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκεντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρώνκι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
Ο Ρίτσος διαβάζει Ρίτσο~Η σονάτα του σεληνόφωτος (1956) - 2
 μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουνσε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρωνγιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –Όχι, δε φτάνει.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
 Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνηανένδοτη, μόνη και πάναγνη,ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαροπέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
 Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.Πρέπει πάντα να προσέχεις,να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφένα στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζινα στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλεςνα στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σουνα βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Daniel Barenboim - Moonlight sonata - 1ºmov Adagio sostenuto

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.Επιμένει να ζει με τους νεκρούς τουνα απ’ τους νεκρούς τουνα ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου τουκαι να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
 Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωήπαρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτοσαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Wilhelm Backhaus - Beethoven Piano Sonata No.14 "Moonlight"
 Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθησηπως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρηςμε την γριά βαριά του αρκούδαμε το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλιασηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμοένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουποκαι τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνοκαι δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξωμ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχουςμαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,μην ξέροντας για που και γιατί –έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδιαδεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα τηςνα διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούςκαι το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμααφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωήμε τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωήςπου ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεταιυπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρεςπου τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανετο μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
 Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίναείναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουνσα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαικαι βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουνκαι προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τεςκι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
 Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,στο βάθος του πνιγμού,κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείριαμονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνωμονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ - Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ_ 1
 Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάριδε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
 Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζιμένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνωνα μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση τουκαι το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγοςωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
 Βαθύ βαθύ το πέσιμο,βαθύ βαθύ το ανέβασμα,το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφροςο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.Έτσι κάθε απόβραδοέχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ - Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ _2
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνηάλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μουν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβοπού κάνουν οι σωλήνες του νερού,ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνειή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζονταςαπ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείουσαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρειμε τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπεινα βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά τηςτην πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη τηςμε τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,να μην ακούω πια τα βήματά σουμήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ - Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ_ 3
 (Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)
Arthur Rubinstein: Beethoven, 'Moonlight Sonata' 1st Movement
wilhelm kempff plays beethoven's Moonlight sonata complete 



*****************

Απο το Μικρό Χρονικό της Άννας Μαγκνταλένα Μπάχ

Η Άννα Μαγκνταλένα Μπαχ αποφάσισε να γράψει το Μικρό Χρονικό μετά απο την προτροπή του αγαπημένου μαθητή του Σεμπάστιαν, Κάσπαρ Μπούργκχολτ.
 "Τον γνωρίσατε όπως κανείς άλλος κι είμαι βέβαιος οτι η καρδιά σας δεν έχει ξεχάσει πολλά. Γράψτε λοιπόν τα λόγια του, τις χειρονομίες, τη ζωή, τη μουσική του. Οι άνθρωποι μπορεί να παραμελούν σήμερα τη μνήμη του, όμως τα πράγματα δεν θα είναι για πάντα έτσι. Το ονομά του δεν θα μείνει για πολύ στη λησμονιά και μια μέρα ολόκληρος ο κόσμος θα σας ευγνωμονεί για όσα θα έχετε προσφέρει με το έργο σας".

*************
 Ο Σεμπάστιαν μου είχε διηγηθεί ότι από πολύ παλιά οι Μπαχ συγκεντρώνονταν τουλάχιστον μια φορά το χρόνο σε κάποιο σπίτι για να παίξουν μουσική. Συνήθως άρχιζαν εκτελώντας κάποιο χορικό, έπειτα εναρμόνιζαν διάφορες γνωστές μελωδίες τραγουδώντας τες ταυτόχρονα και διασκέδαζαν αυτοσχεδιάζοντας διάφορα “quodlibet”. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα μουσικό χωρατό, κι όμως, αν τύχαινε να το παραλείψουν κανείς δεν θα έμενε ικανοποιημένος από τις συγκεντρώσεις τους.(“quodlibet” Χιουμοριστική μορφή μουσικής όπου δύο ή περισσότερες μελωδίες ή κείμενα συνδυάζονται με σκόπιμο ασυνάρτητο τρόπο)
με γερμανικούς υπότιτλους
Bach - Hochzeitsquodlibet

 Όταν ο Σεμπάστιαν είχε κέφια, του άρεσε να κάθεται τα βράδια με τους γιους του κοντά στο τζάκι και να τραγουδούν παρόμοια «Quodlibet”. Κι αν καμιά φορά ήμουν απασχολημένη ράβοντας ένα απ΄αυτά τα πολύπλοκα πουκάμισα με τις πιέτες για τον ίδιο, τον Φρίντμαν ή τον Εμάνουελ και δεν πήγαινα κοντά τους, δεν παρέλειπε να μου πει: «Έλα, λοιπόν μητερούλα, άσε μας ν΄ακούσουμε τη γλυκιά φωνούλα σου»!
 με γαλλικούς και αγγλικούς υπότιτλους
J.S.BACH : Quodlibet : CLEMATIS : Leonardo GARCIA-ALARCON
 Κι επέμενε τόσο ώστε στο τέλος δεν μπορούσα παρά να τραγουδήσω. Αυτό ήταν! Από τη στιγμή που καθόμουν μαζί τους δεν με άφηνε πια να φύγω. Πάντα, μέχρι τη μέρα του θανάτου του, ένιωθε την ίδια αδυναμία για την οικογένειά του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, στο έργο του «Άρια με τριάντα παραλλαγές» (οι γνωστές Παραλλαγές Goldberg) που είχε γράψει για τον Κόμη του Κάιζερλιγκ, έκανε από την τελευταία παραλλαγή ένα Quodlibet συνδυάζοντας δυο λαϊκά τραγούδια. Η μια φωνή μιλούσε για κορίτσια και η άλλη για λάχανα και ραπανάκια. Και οι δύο ήσαν επεξεργασμένες με μιμητική αντίστιξη πάνω στη μελωδία του βάσιμου (μπάσο). Ο Σεμπάστιαν είχε την ικανότητα να εμπνέεται από οποιοδήποτε θέμα.
Quodlibet - Wikipedia, the free encyclopedia
J. S. Bach - Goldberg Variations BWV 988 - 31. Variatio 30 - Quodlibet (31/32)
The Quodlibet as Represented in Bach's Final Goldberg Variation BWV 988/30 [by Thomas Braatz]


Στη Βαϊμάρη, ο Σεμπάστιαν είχε στη διάθεσή του το μικρό όργανο των ανακτόρων. Ένα όργανο που του άρεσε να το αισθάνεται κάτω από τα χέρια του και, θα πρέπει να προσθέσω, κάτω από τα πόδια του, γιατί ο μηχανισμός που έθετε σε κίνηση το ποδόπληκτρο ήταν το θαύμα του αιώνα. Εκείνη την εποχή ο Σεμπάστιαν βρισκόταν στο απόγειο της ερμηνευτικής και της συνθετικής του μεγαλοφυϊας. Εκτιμούσε ιδιαίτερα το σύστημα του ποδόπληκτρου με τα επτά ρεζίστρα, ένα τριάντα δύο ποδιών και τρία άλλα δεκάξι ποδιών, γεγονός που έδινε έναν ασύγκριτο ήχο στη βαθύτερη φωνή που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Σεμπάστιαν.
Έγραψε πολλά έργα γι αυτό το όργανο κι ανάμεσα στ άλλα το Μικρό βιβλίο για εκκλησιαστικό όργανο, τα κομμάτια του οποίου τον άκουγα να παίζει με μεγάλη μου ευχαρίστηση.
Με την καθοδήγησή του μελέτησα μερικά χορικά πρελούδια, αλλά ήταν πολύ δύσκολα για τη δική μου ελλιπή τεχνική. Ο πλήρης τίτλος αυτού του βιβλίου, έχει ως εξής:
«Μικρό βιβλίο για εκκλησιαστικό όργανο, που έχει σκοπό να κατευθύνει αρχάριους και να τους οδηγήσει μέσω διαφορετικών μεθόδων στην εκτέλεση ενός χορικού.
Επίσης να τους δώσει την δυνατότητα να εξειδικευτούν στη μελέτη των ποδόπληκτρων επειδή στα χορικά τα ποδόπληκτρα αντιμετωπίζονται με τρόπο εντελώς ξεχωριστό. Για να τιμήσω τον Παντοδύναμο και να διδάξω τον πλησίον μου».
J. S. Bach - Chorale-Prelude "Lob sei dem allmächtigen Gott" BWV 602
Lob sei dem allmächtigen Gott,
der unser sich erbarmet hat,
gefandt sein allerliebsten Sohn,
aus ihm geborn im höchsten Thron,
∘∘∘
auf daß er unser Heiland würd,
uns freiet von der Sündenbürdund
durch sein Gnade und Wahrheit
führet zur ewigen Klarheit.

english
o God we render thanks and praise,
Who pitied mankind's fallen race,
And gave His dear and only Son
That us, as children, He might own.

He came to seek and save the lost;
We sinned, and He would bear the cost.
That we might share eternal bliss;
O what unbounded love was this!

Η πιο υψηλή μουσική του ήταν πάντα εμπνευσμένη από τη σκέψη του θανάτου - άλλοτε το γεγονός αυτό με τρόμαζε λιγάκι, τώρα όμως καταλαβαίνω καλύτερα τα συναισθήματά του όταν συνέθετε. Αγαπούσα επίσης ιδιαίτερα δύο πρελούδια για τη σαρακοστή: το
"Ω αθώε αμνέ του Θεού" και το "Άνθρωπε θρήνησε για τις αμαρτίες σου".
Όταν ακούω τα τελευταία μέτρα του δεύτερου, που είναι τόσο όμορφα και μελαγχολικά, τρέμω ολόκληρη κι η καρδιά μου λες και σταματά να χτυπά.
J. S. Bach - Chorale-Prelude "O Lamm Gottes, unschuldig" (Canone alla Quinta) BWV 618
O Lamm Gottes, unschuldig
am Stamm des Kreuzes geschlachtet,
allzeit funden geduldig,
wiewohl du warest verachtet;
all Sünd hast du getragen,
sonst müßten wir verzagen.
Erbarm dich unser, O Jesu.
∘∘∘
Gieb uns dein Frieden, o Jesu.

english

O Lamb of God, most stainless!
Who on the Cross didst languish,
Patient through all Thy sorrows.
Though mocked amid Thine anguish;
Our sins Thou bearest for us,
Else had despair reigned o'er us:
Have mercy upon us, O Jesu!
∘∘∘
Grant us Thy peace today, O Jesu!

J. S. Bach - Chorale-Prelude "O Mensch, bewein dein Sünde groß " BWV 622

O Mensch, bewein dein Sünde gross,
darum Christus seins Vaters Schoss
verliess und kam auf Erden.
Von einer Jungfrau rein und zart
für uns er hier geboren war:
er wollt der Mittler werden.
Den Toten er das Leben gab,
und legt dabei all Krankheit ab!
Bis sich die Zeit herdrange
daß er für uns geopfert würd
trug unser Sünd ein schwere Bürd
wohl an dem Kreuze lange.

english
O man, thy grievous sin bemoan,
For which Christ left His Father's throne,
From highest heaven descending.
Of Virgin pure and undefiled
He here was born, our Saviour mild,
For sin to make atonement.
The dead He raised to life again.
The sick He freed from grief and pain.
Until the time appointed
That He for us should give His Blood,
Should bear our sins' o'erwhelming load,
The shameful Cross enduring.

*******************************************
Λίγο καιρό μετά το γάμο μας, ο Σεμπάστιαν μου χάρισε ένα μικρό τετράδιο μουσικής που είχε συνθέσει ειδικά για μένα. Το έχω ακόμη και, όσο φτωχή κι αν είμαι, δεν πρόκειται να το αποχωριστώ ποτέ. Ένα βράδυ, αφού έβαλα τα τέσσερα παιδιά του για ύπνο, κατέβηκα
και κάθισα στο τραπέζι για να αντιγράψω μια σύνθεση στο φως των κεριών.
Τότε εκείνος πλησίασε αθόρυβα κι ακούμπησε μπροστά μου ένα πράσινο μακρόστενο τετράδιο, με τη ράχη και τις γωνιές δεμένες με δέρμα, που έγραφε πάνω τα εξής:
Clavier Büchlein
Vor
Anna Magdalena Bachin
Anno 1722
Ενώ εκείνος έστεκε πλάι μου και με κοίταζε χαμογελαστός, το ξεφύλλισα ανυπόμονα κι είδα ότι είχε γράψει μέσα μερικές εύκολες συνθέσεις για τσέμπαλο.

Anna Magdalena Bach's Book - Harpsichord.wmv
ολοκληρωμένο
1 - Prelude in C major BWV846
2 - French Suite n2 in C minor BWV813
3 - Marche Eb major BWV Anh 127
4 - Les Bergeries BWV Anh BWV183
5 - Solo per il Cembalo Wq65-7
6 - Menuets in G minor BWV Anh BWV115
Έτσι άρχισε να μου δίνει μαθήματα. Δεν ήμουν αρκετά προχωρημένη στο τσέμπαλο
Παρ ότι ήξερα να παίζω και πριν το γάμο μας. Ο Σεμπάστιαν είχε συνθέσει αυτά τα μελωδικά κομμάτια για να με ευχαριστήσει, για να με ενθαρρύνει και για να με βοηθήσει να βελτιώσω την τεχνική μου με όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο τρόπο.

Ο Σεμπάστιαν, όταν αναλάμβανε κάποιον αρχάριο στο τσέμπαλο, του έδινε καταρχήν ασκήσεις για το παίξιμο και τη δακτυλοθεσία, όπως ακριβώς έκανε και με τους δικούς του γιους. Ήταν ο πρώτος που δίδαξε αυτό που ονόμασε φυσική μέθοδο περάσματος του αντίχειρα κάτω από τα δάχτυλα. Ως τότε οι ελάχιστοι εκτελεστές που χρησιμοποιούσαν τον αντίχειρα, τον περνούσαν πάνω από τα δάχτυλα, πράγμα που έκανε το παίξιμό τους αδέξιο.
Ένα χρόνο πριν το γάμο μας, όταν ο πρωτότοκος γιος του Φρήντμαν, που ήταν πάντα ο αγαπημένος του μαθητής, έγινε δέκα χρόνων, ο Σεμπάστιαν έγραψε για χάρη του ένα Μικρό βιβλίο. Αφού ο Φρήντμαν το μελέτησε με επιμέλεια και τα΄άλλα παιδιά, το καθένα με τη σειρά του, σημείωσαν χάρη σ αυτό σημαντική πρόοδο, το έσωσα από την καταστροφή, γιατί ο Σεμπάστιαν δεν φρόντιζε ποτέ να φυλάγει τις συνθέσεις που θεωρούσε κατώτερες. Όταν κάποια τύχαινε να χαθεί, έλεγε γελώντας. «Ε ωραία, θα γράψω άλλη».
Johann Sebastian Bach Prelude (Clavier-Buchlein Fur Wihelm Friedmann Bach) in D minor, (BWV 926)

Για χάρη του Φρήντμαν είχε συνθέσει και αρκετές Ενβασνσιόν
Bach - Invention No.1

Θυμάμαι μια μέρα τη χαρά που του έδωσα: καθόμουν στο τσέμπαλο κι έπαιζα μια gigue, που ήταν δική του σύνθεση, για τα δυό παιδιά μας που χόρευαν χαρούμενα, όταν άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο Σεμπάστιαν. Τότε του είπα: «Νομίζω ότι ο μικρούλης Ιησούς θα ήθελε πολύ να χορέψει αυτή τη μελωδία». Με πλησίασε και με φίληε τρυφερά στο λαιμό. «Τι όμορφη σκέψη που έκανες, καλή μου»!
Sokolov plays Bach Gigue from Partita No.4

Στο Καίτεν ο Σεμπάστιαν επινόησε και κατασκεύασε, για να καλύψει ένα κενό, ένα όργανο με πέντε χορδές το οποίο είχε κοινά χαρακτηριστικά με το βιολί και το βιολοντσέλο και που το ονόμασε «βιόλα πομπόζα». Μάλιστα, είχε γράψει και μια σουίτα για το όργανο αυτό.
Bach Chaconne - Rudolf Haken, viola pomposa

Στο Καίτεν είχε γράψει πολλά έργα για έγχορδα. Είχε επίσης γράψει μια σειρά συνθέσεων για τσέμπαλο που τη θαυμάζουν όλοι οι σοβαροί μουσικοί. Αυτή τη συλλογή, η οποία αποτελούνταν από εικοσιτέσσερα πρελούδια και φούγκες, την είχε ονομάσει το Καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο. Είχε γράψει αυτές τις συνθέσεις «για την εκπαίδευση και την εξάσκηση των νέων μουσικών που επιθυμούν να διδαχτούν και για την ψυχαγωγία αυτών που είναι ήδη έμπειροι σ αυτή τη σπουδή».
Glenn Gould Bach:The Well Tempered Clavier-BWV 888

Το να παίζει κανείς αυτά τα κομμάτια για ψυχαγωγία σήμαινε φυσικά ότι ήταν πολύ προχωρημένος, γιατί η εκτέλεση των περισσότερων παρουσίαζε τρομακτικές δυσκολίες. Απαιτούσε μια πολύπλοκη τεχνική κι όλη την προσοχή ενός ώριμου πνεύματος. Παρ όλα
αυτά, οι καλύτεροι μαθητές του Σεμπάστιαν με βεβαίωναν ότι όσο πιο συχνά και προσεκτικά μελετούσαν αυτές τις συνθέσεις κι όσο πιο πολύ εμβάνθυναν στη σπουδή τους, τόσο πιο έντονη ευχαρίστηση και ικανοποίηση δοκίμαζαν.
Glenn Gould 1932 - 1982 Bach The Well-Tempered Clavier. Book I Preludes And Fugues 1-24.wmv

Εκείνη την εποχή, η μοίρα πήρε τον άντρα μου από το Καίτεν και τη μουσική δωματίου και τον οδήγησε στη Λειψία, όπου έζησε τα είκοσι εφτά τελευταία χρόνια της ζωής του και συνέθεσε τα περισσότερα εκκλησιαστικά έργα του.
Λειψία – 1723
Όταν έγινε γνωστός στη Λειψία και τη γύρω περιοχή, συχνά τύχαινε να έρθουν σπίτι μας άνθρωποι που του ζητούσαν να παίξει κάτι για χάρη τους. Κι εκείνος, όταν καταλάβαινε ότι η επιθυμία τους πήγαζε από αγάπη προς την μουσική κι όχι από απλή περιέργεια, την εκπλήρωνε με μεγάλη προθυμία.
Μια μέρα άνοιξα εγώ η ίδια την πόρτα σ έναν από αυτούς τους επισκέπτες. Ήταν ενας άντρας πολύ ψηλός και κατάλαβα αμέσως πως ήταν εγγλέζος. Είχε ακούσει να μιλούν για το παίξιμο του Σεμπάστιαν και μια κι ο ίδιος αγαπούσε ιδιαίτερα το εκκλησιαστικό όργανο, μόλις βρήκε ευκαιρία, ήρθε από το Αμβούργο, όπου είχε τις δουλειές του, στη Λειψία. Φαινόταν συμπαθητικός κι ευγενικός και ο Σεμπάστιαν τον εκτίμησε τόσο που έπαιξε για χάρη του το εκκλησιαστικό όργανο δύο ολόκληρες ώρες. Έπειτα τον έφερε στο σπίτι για να δειπνήσει μαζί μας. Μετά το δείπνο, αφού κάπνισαν την πίπα τους, ο επισκέπτης μας πίεσε τον Σεμπάστιαν να παίξει τσέμπαλο. Ο άντρας μου δεν ήθελε και πολλά παρακάλια.
Αυτοσχεδίασε μια γοητευτική μουσική, που αργότερα την κατέγραψε και την ονόμασε «Αγγλικές Σουίτες» και προς τιμήν του φιλοξενούμενού μας αλλά και επειδή αργότερα δανείστηκε ορισμένους ρυθμούς από ένα τετράδιο μουσικής του Καρόλου Ντιεπόρ, ο οποίος ζούσε στην Αγγλία.
Glenn Gould 1932 - 1982 Bach English Suites vol I.wmv
Glenn Gould 1932 1982 Bach English Suites vol II
Johann Sebastian Bach English Suites,Gustav Leonhardt Harpsichord
όλες οι σουίτες

Ποτέ δεν μας έλειπε η δουλειά γιατί ο Σεμπάστιαν έπρεπε να γράψει τις πάρτες των εκτελεστών για τις καντάτες της Κυριακής,
Συχνά αντέγραφε τις συνθέσεις του Μπουξτεχούντε ή του κ. Χέντελ, που τις θαύμαζε πολύ, ή αντέγραφε δικές του συνθέσεις για τους μαθητές, συχνά, λοιπόν , του ερχόταν κάποια έμπνευση. Άρπαζε τότε τις σελίδες που είψα τακτοποιήσει δίπλα στο χέρι του και σημείωνε βιαστικά τις νότες της μουσικής που στριφογύριζε στο μυαλό του.
Έτσι είχε γεμίσει το μικρό τετράδιό μου με τραγούδια και χορικά. Ένα από αυτά με είχε συγκινήσει τόσο πολύ, που στην αρχή η φωνή μου έτρεμε και δεν μπόρεσα να το τραγουδήσω:
Αν είσαι κοντά μου
Θα βαδίσω με χαρά
Στο θάνατο και την αιώνια ανάπαυση.
Αχ! Όλο γλυκό
Θα είναι το τέλος μου
Αν τα όμορφα χέρια σου
Κλείσουν τα πιστά μάτια μου!
Aria- Bist du bei mir -JS Bach

Bist du bei mir,
Geh ich mit Freuden
Zum Sterben und zu meiner Ruh.
Ach, wie vergnügt
Wär so mein Ende,
Es drückten deine schönen Hände
Mir die getreuen Augen zu.

Αχ! Σεμπάστιαν, πόσο καλός ήσουν και πόσο μ αγαπούσες!
Του έρεσε να μου λέει και να μου ξαναλέει ότι του ήταν αδύνατον να γράψει ένα τραγούδι αγάπης αν δεν το είχε εμπνευστεί από μένα. «Έτσι», μου είπε μια μέρα βάζοντάς με να καθίσω στα γόνατά του, «με εμπόδισε η γυναικούλα μου να συνθέσω όλα αυτά τα όμορφα τραγούδια που συγκινούν τους χωρισμένους ερωτευμένους και τις μελαγχολικές μπαλάντες που φέρνουν δάκρυα στις κυρίες της Αυλής. Πώς μπορεί ένας ευτυχισμένος Κάντορας να εμπνευστεί τέτοια τραγούδια με τη γυναίκα του καθισμένη στα γονατά του;
Πρέπει να γυρίσω στο παρελθόν και να φανταστώ ότι οι γονείς σου δεν δίνουν τη συγκατάθεσή τους για το γάμο μας, γιατί έχω στο μυαλό μου μια μελωδία που έχει ένα δυό λυπητερούς στίχους»
Την επόμενη μέρα μου έδειξε ένα τραγούδι που είχε συνθέσει πάνω σ αυτούς τους στίχους.

Αν θέλεις να μου δώσεις την καρδιά σου
Κάνε το κρυφά
Για να μη μάθει κανείς τον πόθο μας.
Ο έρωτας πρέπει να μένει κρυμμένος
Στα βάθη της ύπαρξής μας.
Κλείσε τις πιο μεγάλες χαρές σου βαθιά στην ψυχή σου

Μη ζητάς κανένα βλέμμα
Από την αγάπη μου.
Η ζήλια έφερε πολλές απιστίες
Στην ένωσή μας.
Κλείσε την καρδιά σου,
Βάλε τέλος στον πόθο σου.
Η ευτυχία που γευόμαστε
Πρέπει να μείνει κρυφή.
J.S. Bach - BWV 518 - Aria di Giovannini "Willst du dein Herz mir schenken?"
Willst du dein Herz mir schenken,
So fang es heimlich an,
Dass unser beider Denken
Niemand erraten kann.
Die Liebe muss bei beiden
Allzeit verschwiegen sein,
Drum schließ die größten Freuden
In deinem Herzen ein.

Behutsam sei und schweige
Und traue keiner Wand,
Lieb' innerlich und zeige
Dich außen unbekannt.
Kein' Argwohn musst du geben,
Verstellung nötig ist.
Genug, dass du, mein Leben,
Der Treu' versichert bist.

Begehre keine Blicke
Von meiner Liebe nicht,
Der Neid hat viele Stricke
Auf unser Tun Gericht.
Du musst die Brust verschließen,
Halt deine Neigung ein.
Die Lust, die wir genießen,
Muss ein Geheimnis sein.

Zu frei sein, sich ergehen,
Hat oft Gefahr gebracht.
Man muss sich wohl verstehen,
Weil ein falsch Auge wacht.
Du musst den Spruch bedenken,
Den ich zuvor getan:
Willst du dein Herz mir schenken,
So fang es heimlich an.



*Christos Sipsis

Ο Maurice Ravel, μέγας θαυμαστής του Edgar Allan Poe και ιδιαίτερα του πασίγνωστου ποιήματος “The Raven”, εφάρμοσε στο Boléro τις αισθητικές απόψεις που διατυπώνει ο μεγάλος ποιητής στο "Philosophy of Composition".

Maurice Ravel-Bolero (Berlin Philharmonic-Pierre Boulez 1993)
The Raven - Read by Christopher Lee
 Edgar Allan Poe
The Raven
[First published in 1845]
Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.`
'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door
-Only this, and nothing more.'
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.
And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating`
'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door
-Some late visitor entreating entrance at my chamber door;
-This it is, and nothing more,'
Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door;
-Darkness there, and nothing more.
Deep into that darkness peering, long I stood there wondering,
fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!
'Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning,Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -Let my heart be still a moment and this mystery explore; -'Tis the wind and nothing more!'
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -Perched, and sat, and nothing more.
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,By the grave and stern decorum of the countenance it wore,`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'Quoth the raven, `Nevermore.'
Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,Though its answer little meaning - little relevancy bore;For we cannot help agreeing that no living human beingEver yet was blessed with seeing bird above his chamber door -Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,With such name as `Nevermore.'
But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,That one word, as if his soul in that one word he did outpour.Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'Then the bird said, `Nevermore.'
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,Caught from some unhappy master whom unmerciful disasterFollowed fast and followed faster till his songs one burden bore -Till the dirges of his hope that melancholy burden boreOf "Never-nevermore."'
But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linkingFancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yoreMeant in croaking `Nevermore.'
This I sat engaged in guessing, but no syllable expressingTo the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;This and more I sat divining, with my head at ease recliningOn the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,She shall press, ah, nevermore!
Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censerSwung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent theeRespite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'Quoth the raven, `Nevermore.'
`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'Quoth the raven, `Nevermore.'
`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'Quoth the raven, `Nevermore.'
`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'Quoth the raven, `Nevermore.'
And the raven, never flitting, still is sitting, still is sittingOn the pallid bust of Pallas just above my chamber door;And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;And my soul from out that shadow that lies floating on the floorShall be lifted - nevermore!
Edgar Allan Poe: The Raven
Ravel and ‘The Raven’: The Realisation of an Inherited Aesthetic in Boléro
Ravel - Bolero (original version)
Sylvie Guillem - Boléro

***************************************************************

 *Tanja Pavlovic
ΟΙ "ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ" ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΒΙΒΑΛΝΤΙ

Το 1725 εκδίδεται το υπ'αριθμόν 8 έργο του Βιβάλντι με τον γενικό τίτλο
"Η δοκιμασία της αρμονίας και της φαντασίας". Τα τέσσερα πρώτα κοντσέρτα
της συλλογής, καθένα από τα οποία αποτελείται από τρία μέρη, περιγράφουν
διαδοχικά τις εποχές του έτους αρχίζοντας από την άνοιξη. Ο Βιβάλντι έγραψε για κάθε εποχή ένα μικρό ποίημα το οποίο προτάσσει σε καθένα από τα τέσσερα εκείνα όπου ο βενετσιάνος συνθέτης επιχειρεί να αναπαραστήσει ηχητικά τις
εικόνες που μας υποβάλλουν τα ποιήματα αυτά.
Η Άνοιξη - Allegro
Vivaldi - The four seasons - Spring - Flowers from Ymittos Mountain, Relaxation music, HD-1080
Η ΑΝΟΙΞΗ
Ήρθε και πάλι η άνοιξη
τον ερχομό της γιορτάζουν με χαρούμενα τιτιβίσματα τα πουλιά
στο φύσημα του Ζέφυρου οι πηγές κελαρύζουν
Όταν ο ουρανός γεμίζει μαύρα σύννεφα αστραπές και βροντές ξεσπούν μόλις όμως η καταιγίδα κοπάσει
τα πουλιά ξαναρχίζουν το χαρωπό τους κελάηδημα
Η Άνοιξη - Largo e pianissimo sempre
Στο ολάνθιστο λειβάδι
κάτω από τα φύλλα που θροϊζουν και τα κλαδιά  κοιμάται ο γιδοβοσκός  σιμά του στέκει ο πιστός του σκύλος
Η Άνοιξη - Danza pastorale. Allegro
Οι ποιμενικές γκάιντες ηχούνε γιορτινά
 οι νύφες κι οι βοσκοί στήνουνε χορό
 κάτω απ'τον φωτεινό ουρανό
 της πολυαγαπημένης άνοιξης
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το Καλοκαίρι - Allegro non molto
 Στον ζεστό ήλιο του καλοκαιριού
 άνθρωποι, ζώα και φυτά χαλαρώνουν και γέρνουν
 νάτη η φωνή του κούκου
 το τραγούδι της τρυγόνας και του σπίνου!
 Φυσά ένα απαλό αεράκι
 μα ξάφνου σηκώνεται βοριάς
 κι ο βοσκός φοβάται την καταιγίδα που πλησιάζει
Το Καλοκαίρι - Adagio
Ο βοσκός κοιμάται ήσυχος
 ξυπνά τρομαγμένος απ'τις αστραπές και τις βροντές
 προσπαθεί να ξανακοιμηθεί
 μα τον εμποδίζουν οι μύγες και οι σκνίπες
Το Καλοκαίρι - Tempo impetuoso d'Estate
 Και να που οι φόβοι του βγαίνουν αληθινοί!
 Ξεσπά μεγάλη καταιγίδα
 τα πάντα καλύπτουν ο κρότος των κεραυνών
 κι οι αστραπές που αυλακώνουν τον ουρανό
ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Το Φθινόπωρο - Allegro
Με χορούς και τραγούδια γιορτάζουν οι χωρικοί
 τους πλούσιους καρπούς της φετεινής σοδειάς
 όσοι μέσα στην έξαψη της γιορτής ήπιαν λίγο περισσότερο
 τελειώνουν τη βραδιά τους μ΄έναν βαθύ ύπνο
Το Φθινόπωρο - Adagio
Πολλοί εγκαταλείπουν τo γλέντι
 για ν'απολαύσουν τη νυχτερική δροσιά
 ήρθε η ώρα που όλους μας καλεί
 να γευτούμε έναν γλυκύτατο λήθαργο
Το Φθινόπωρο - La Caccia
Οι κυνηγοί ξεκινούν το χάραμα με τους ήχους των κόρνων
 παίρνοντας μαζί τους τα ντουφέκια και τα λαγωνικά τους
 το θήραμα τρέχει να ξεφύγει, οι κυνηγοί το καταδιώκουν
 λαχανιασμένο κι εξαντλημένο το πληγωμένο ζώο
 κάνει μια ύστατη προσπάθεια να σωθεί
 στο τέλος αποκαμωμένο πεθαίνει
Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Ο Χειμώνας - Allegro non molto
Οι άνθρωποι τουρτουρίζουν απ'το κρύο
 φυσά ένας παγωμένος αέρας
 ο κόσμος βαδίζει βιαστικά χτυπώντας τα πόδια στη γη
 το κρύο δυναμώνει, τα δόντια αρχίζουν να τρίζουν
Ο Χειμώνας - Largo
Καθισμένοι μπροστά στο τζάκι
 οι άνθρωποι ανακτούν δυνάμεις
 ενώ έξω από το παράθυρο
 πέφτουν οι σταγόνες της βροχής
Ο Χειμώνας - Allegro
Το έδαφος έχει πιάσει πάγο και γλιστράει
 οι άνθρωποι περπατούν με μικρά, διστακτικά βήματα
 από τον φόβο μην πέσουν
 όσοι δεν τα καταφέρνουν σωριάζονται καταγής
 ο πάγος αρχίζει να ραγίζει, σπάει σε μικρά κομμάτια
 μερικοί ακόμη απρόσεχτοι γλιστρούν
 Επιστρέφουμε ασφαλείς στο σπίτι
 ο άνεμος λυσσομανά
 βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα
 μέσα όμως στη θαλπωρή της κάμαρας
 όλα φαντάζουν όμορφα
Antonio Vivaldi - The Four Seasons (Full)
Pathfinder clubs - musica reservata
Wagner ~ Faust

*************************************************************
*Maria Andreadou

ὁ Σεφέρης γιὰ τὸν Debussy :
 «Πῆρα σήμερα ὁλόκληρο τὸ πρῶτο βιβλίο τῶν Préludes τοῦ Claude-Achille (Cortot) καὶ τὴ Σονάτα τοῦ ἴδιου γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο (Cortot -Thibaud). Τ᾿ ἄκουσα αὐτὰ τὰ κομμάτια δυὸ τρεῖς φορὲς καὶ τώρα εἶμαι ζαλισμένος, ἀνυπόστατος καὶ δυστυχής. Τί θὲς ν᾿ ἀξίζουν οἱ προσπάθειές μας ἅμα ξέρουμε πὼς ὑπῆρξαν τέτοιοι ἄνθρωποι; [...] Τὰ ξέρεις ὅλα αὐτὰ τὰ Préludes, εἶναι μαζὶ δέκατο, ἡ Cathedrale engloutie. Εἶναι ἕνα ποὺ λέγεται Voiles. [...] Ἐμένα μου θυμίζει ἐκεῖνο τοῦ Μαλλαρμέ: La chair est triste, hélas! Κι ἔπειτα τί σημασία ἔχει τί μοῦ θυμίζει ἂν μὲ κάνει νὰ νιώθω τί μοῦ λείπει, μολονότι δὲν μπορῶ νὰ τὸ πῶ. Εἶναι ἕνα ἄλλο Des pas sur la neige, ποὺ φεύγει ἄπειρα καὶ ὅμως μένει πάντα πολὺ κοντὰ γιὰ νὰ σοῦ θυμίζει θά ῾λεγες μόνο καὶ μόνο ὅτι φεύγει. [...]
Τί ἔφερε στὴ μουσικὴ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, τί παράθυρα ἄνοιξε [... ] Κάτι ἤξερε ὁ Claude-Achille ποὺ ἔγραφε «musicien Français» καὶ ὄχι «compositeur» καὶ εἶναι μουσικός». [31 Μαΐου 1932]
Debussy Violin Sonata - Thibaud/Cortot (1/2)

***************************************************************


* Kostas Grigoreas

Και γενικά η μουσική είναι ένα πράγμα τρομερό…” Λέων Τολστόϊ (“Η Σονάτα του Κρόϊτσερ” 26 Αυγούστου 1889)

Σαν σήμερα 26 Αυγούστου 1889 ο Λέων Τολστόϊ τελείωσε την νουβέλα του με τίτλο  ”Η Σονάτα του Κρόϊτσερ”.  Η υπόθεσή της αφορά στην μέχρι φόνου ζήλεια ενός συζύγου, του Πόζντιτσεφ, που  αφορμή ή η αιτία ήταν η σχέση που ανέπτυξε η νεώτερη σύζυγός του με ένα βιολιστή.
Το πολύ ενδιαφέρον της αφήγησης του Τολστόϊ βρίσκεται κατά τη γνώμη μου  στην έννοια του πλανέματος, της σαγήνης ή του ξελογιάσματος, το οποίο χρησιμοποίησε η σύζυγός του προκειμένου να τον οδηγήσει στο να τον παντρευτεί. Όμως το ξελόγιασμα έρχεται και αργότερα όταν η σύζυγός του,  η οποία προφανώς δεν επιθυμούσε την  υποταγή της στο ρόλο της αναπαραγωγικής μηχανής και μόνο,  βρίσκει καταφύγιο στο πιάνο και απο εκεί αργότερα στην αγκαλιά του απροσδόκητα εμφανιζόμενου Τρουχατσέβσκη. Τα πάντα είναι αίολα.

Στο κείμενο ο Λέων Τολστόϊ με έξοχο τρόπο προσεγγίζει το έρωτα, το γάμο, τις σχέσεις του ζευγαριού, καθώς και τις ανεξήγητες εκείνες δυνάμεις που μπορούν να οδηγήσουν τα πράγματα σε μια έκρηξη.
Η Μουσική είναι μία απο αυτές.
Υφαίνει την ιστορία του σιγά σιγά περιγράφοντας αργά και βασανιστικά την φθορά της σχέσης  και με μαεστρία συμπυκνώνει την αφήγηση όταν έρχεται η στιγμή που θα σφραγίζει την αιωρούμενη απειλή, της σχέσης της γυναίκας του με τον φτωχό πλην όμως ταλαντούχο βιολιστή. Είναι το κονσέρτο στο οποίο η γυναικα του για πρώτη φορά θα εμφανιστέι δημόσια, έστω και σε κλειστό κοινό, μαζί με τον επίδοξο εραστή της σε μία εκτέλεση της Σονάτας του Κρόϊτσερ του Μπετόβεν.
Κατά ειρωνία της ζωής η Σονάτα γράφτηκε και αφιερώθηκε στον George Augustus Polgreen Bridgetower αφροπολωνό βιολιστή απο τα  Barbados  ( 1778– 1860) εξ΄ού και η αφιέρωση του συνθέτη ήταν σε αυτόν.  Sonata per un mulattico lunatico.  Ο Bridgetower ήταν μιγάς, o  δε χαρακτηρισμός lunatico  προφανώς αναφέρεται σε κάποια εκρηκτική ιδιοσυγκρασία.  Έπαιξε όμως το έργο χωρίς προηγούμενη πρόβα στις 24 Μαίου 1803    σχεδόν prima vista.   Η ιστορία λέει ότι κάποια φορά που έπιναν οι δυό τους ο Bridgetower  είπε κάτι για  μια κυρία που ο Μπετόβεν προφανώς συμπαθούσε, τσακώθηκαν και στο τέλος ο τελευταίος θυμωμένος έσβησε την αφιέρωση που είχε κάνει στον μέχρι πρότινος φίλο του και αφιέρωσε τη Σονάτα στονΡούντολφ Κρόϊτσερ,  επιφανή βιολιστή της εποχής.

Ειρωνία είναι επίσης, ότι ο Κρόϊτσερ δεν έπαιξε ποτέ τη Σονάτα, διότι την έβρισκε ιδιαίτερα ακατανόητη. Το όνομά του όμως διασώθηκε και ίσως σήμερα είναι  γνωστό χάρις  τον ευαίσθητο και παρορμητικό χαρακτήρα του Μπετόβεν.
Η Μουσική ήταν η αφορμή αλλά ο Τολστόϊ   δια στόματος του ήρωά του του γέρου πια Πόζντιτσεφ,   που αφηγείται  σε άλλους τη δραματική του ιστορία,    την αντιμετωπίζει σαν αιτία.
Την παρουσιάζει σαν μία ανεξέλεγκτη δύναμη, εωσφορική θα έλεγα, που ο χειρισμός της απαιτεί προϋποθέσεις. Φυσικά δεν συμφωνούμε απόλυτα σήμερα με μια τέτοια άποψη, ούτε όμως ξέρουμε αν ο Τολστόϊ το πίστευε ή δεν ήταν παρά  ένα εύρημα για να μιλήσει για άλλα θέματα όπως οι σχέσεις.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως το βιβλίο που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου απαγορεύτηκε απο τις αρχές.

Σας παραθέτω το επίμαχο απόσπασμα της νουβέλας. (Η μετάφραση δική μου απολογούμαι για τυχόν ατέλειες)
“Το δείπνο σαν όλα τα δείπνα ήταν κουραστικό και συμβατικό.  Όχι πολύ αργότερα η μουσική άρχισε.  Αυτός πήγε να πάρει το βιολί του, η γυναίκα  μου κατευθύνθηκε προς το πιάνο και άρχισε να ψαχουλεύει τις παρτιτούρες.
Ω, πόσο καλά θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες εκeίνου του βραδυνού. Θυμάμαι πως έφερε το βιολί του, πως άνοιξε τη θήκη, έβγαλε έξω το μαντήλι  για το πηγούνι κεντημένο απο γυναικείο χέρι και αρχισε να κουρδίζει το όργανο. Μπορώ ακόμα να δω τη γυναίκα μου να κάθεται με  ένα ψεύτικο αέρα αδιαφορίας, κάτω απο τον οποίο ήταν βέβαιο πως έκρυβε μεγάλη συστολή, μια συστολή που οφειλόταν στην συγκριτική έλλειψη μουσικής  γνώσης .  Με τον ψεύτικο αυτό αέρα  κάθισε στο πιάνο και άρχισαν με τα συνήθη προκαταρτικά, το τσίμπημα των χορδών και την τακτοποίηση των παρτιτούρων. Θυμάμαι πως κοίταζαν ο ένας τον άλλο και έριχναν ένα βλέμα στους ακροατές τους, που έπαιρναν τη θέση τους. Είπαν λίγες λέξεις ο ένας στον άλλο και η μουσική άρχισε.”
… “Έπαιζαν τη σονάτα του Κρόιτσερ, του Μπετόβεν. Ξέρετε, τάχα, το  presto. Το ξέρετε!”  ύψωσε τη φωνή του.
“Μα είναι κάτι το τρομερό αυτή η σονάτα. Αυτή ακριβώς. Και γενικά η μουσική είναι ένα πράγμα τρομερό. Μα τι πράγμα είναι; Δεν καταλαβαίνω. Τι πράγμα είναι η μουσική;      Τι δουλειά κάνει; Και γιατί κάνει αυτό που κάνει; Λένε πως η μουσική εξημερώνει τα ήθη, εξυψώνει τον άνθρωπο – ανοησίες, ψέμματα! Ενεργεί, επηρεάζει τρομερά -μιλώ για τον εαυτό μου- αλλά δεν εξυψώνει καθόλου την ψυχή. Εξυψώνει ή όχι την ψυχή, η αλήθεια είναι ότι τη διεγείρει.
Πως να το πώ; Η μουσική με κάνει να ξεχασω την πραγματική μου κατάσταση . Με μεταφέρει σε μια κατάσταση που δεν είναι δική μου Κάτω απο την επίδραση της μουσικής φαίνεται πως νοιώθω, ότι δεν νοιώθω , πως καταλαβαίνω,  ότι δεν καταλαβαίνω, πως έχω δυνάμεις, που δεν μπορώ να έχω.
Η Μουσική φαίνεται να επιδρά πάνω μου όπως το χασμουρητό ή το γέλιο . Δεν επιθυμώ να κοιμηθώ αλλά χασμουριέμαι όταν οι άλλοι χασμουριώνται και χωρίς λόγο να γελάσω γελάω όταν οι άλλοι γελάνε”…
 (Εδώ στο σημείο αυτό ο ομιλητής περιγράφει τα τρία αποδεκτά είδη μουσικής τα οποία εκτός των άλλων έχουν καθορισμένη διάρκεια και προφανή σκοπό. Το μαρς, τη μουσική για χορό και τη λειτουργία.)
“Αλλά οιαδήποτε άλλη μουσική υποκινεί τη διέγερση κι αυτή η διέγερση δεν συνοδεύεται απο τα πράγματα που πρέπει να γίνουν σωστά. Για αυτό η μουσική είναι τόσο επικίνδυνη και μερικές φορές δρά τρομακτικά.”
…”Είναι επιτρεπτό ότι ο πρώτος τυχόν μπορέι να υπνωτίσει ένα ή περισσότερα πρόσωπα και να κάνει μαζί τους ότι θέλει;. Και ιδιαίτερα όταν ο υπνωτίζων  μπορεί να έιναι  το πρώτο ανήθικο άτομο που τυχαίνει να εμφανισττεί;  Είναι μια φοβήσιμη δύναμη στα χέρια οιουδήποτε, ασχέτως ποιού. Επί παραδείγματι πρέπει να επιτρέπουν να αυτή τη “Σονάτα του Κρόιτσερ” το πρώτο  presto,  και υπάρχουν πολλά σαν αυτό, σε  σαλόνια, μεταξύ κυριών που φοράνε φορέματα με χαμηλό λαιμό, ή σε κονσέρτα να τελειώνουν το κομμάτι και να δέχονται το χειροκρότημα και μετά να αρχίζουν ένα άλλο κομμάτι;
Αυτα τα πράγματα θα έπρεπε να παίζονται κάτω απο ορισμένες συνθήκες, μόνο σε περιπτώσεις που είναι αναγκαίο να υποκινήσουμε συγκεκριμένες πράξεις που σχετίζονται με τη μουσική. Αλλά το να υποκινείς μια ενέργεια συναισθήματος που δεν αντιστοιχεί στο χρόνο ή τον τόπο και αναλίσκεται στο τίποτα, αποκλείεται να μην δράσει επικίνδυνα. Σε εμένα ειδικά αυτό το κομμάτι επέδρασε με τρομαχτικό τρόπο. Θα μπορούσε κανείς να πεί πως καινούργια συναισθήματα νέες πραγματικότητες , για τις οποίες ήμουν πριν ανίδεος , αναπτύχθηκαν μέσα μου.   «Α, ναι αυτό είναι. Οχι όπως ζούσα και σκεφτόμουνα πριν. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος να ζεις!»
Έτσι μιλούσα στην ψυχή μου ενόσο άκουγα αυτή τη μουσική. Ποιό ήταν αυτό το νέο πράγμα που έμαθα έτσι; Αυτό που  δεν το κατάλαβα, αλλά η συνειδηση αυτής της απροσδιόριστης κατάστασης με γέμιζε με χαρά. Σε αυτή την κατάσταση δεν υπήρχε χώρος για ζήλεια. Τα ίδια πρόσωπα και ανάμεσά τους Αυτόν και η γυναίκα μου, τα είδα με ένα καινούργιο φως.  Αυτή η μουσική με μετέφερε σε ένα άγνωστο κοσμο όπου δεν υπήρχε χώρος για ζήλεια. Η ζήλεια και τα αισθήματα που την υποκινούν φιανόντουσαν σε εμένα τετριμμενα,  ανάξια να τα σκεφτώ καν.”…
“Μετά έπαιξαν και άλλα κομμάτια μετά πο παράκληση των επισκεπτών, πρώτα μια ελεγέια του Ernst  και μετά διάφορα άλλα κομμάτια. Ήταν όλα πολύ καλά αλλά δεν μου προξένησαν ούτε το δέκατο της εντύπωσης που το πρώτο κομμάτι μου έκανε. Ενοιωθα ελαφρύς και χαρούμενος όλο τη βραδιά. Και όσο για τη γυναίκα μου δεν την είχα δει ποτέ όπως ήταν  εκείνο το βράδυ.  Αυτά τα λαμπερά μάτια, αυτή η αυστηρότητα και η μαγευτική έκφραση καθώς έπαιζε  και μετά η απόλυτη νωχελικότητα, αυτό το αδύναμο , αξιολύπητο και ευχαριστημένο χαμόγελο αφού τελείωσε. Τα είδα όλα και δεν τους έδωσα σημασία πιστεύοντας πως ένοιωθε όπως και εγώ, ότι σε αυτήν όπως και σε εμένα νέα συναισθήματα είχαν  αποκαλυφθεί σαν μέσα από ομίχλη.”
David Oistrakh Beethoven sonata n. 9 "Kreutzer"
******************************************************************
*Kiriaki Chrysanidou

ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ (Σημειώσεις από το Ημερολόγιο)
 "Τ’ απόγευμα άκουσα το δεύτερο μέρος της συμφωνίας του Φρανκ, εκείνο που αρχίζει με τις άρπες, κι άρχισα ένα ποίημα που λέγεται «Τυφλοί». Ένα κεφάλαιο από το ερχόμενο βιβλίο θα λέγεται «Ιντερμέδιο για χαμηλά φωνή». Έτσι επηρεάζομαι από τις μουσικές γιατί βαρέθηκα να επηρεάζομαι από τους λογοτέχνες." 
Wilhelm Furtwängler conducts César Franck Symphony d-moll, 2nd mov.wmv
‎"Αύριο θα πάω να αγοράσω το Φαύνο ή το Valse του Ραβέλ ή το Bolero. Φαντάζομαι τους μελλούμενους κριτικούς που δε θα μπορούν να βρούν ποιους έκλεψα. Αν ήμουν ελεύθερος θα πηγαινα στο Παρίσι να σπουδάσω μουσική. "[29 Νοέμβρη 1931]
Leonard Bernstein - Prélude à l'après-midi d'un faune // 1989 (COMPLETE)
‎"Έχω τώρα τελευταία το Κοντσέρτο του Βραδεμβούργου αρ. 3 και το Κουαρτέτο 132, εκείνο με την περίφημη Canzona di ringraziamento "ιερό τραγούδι ευγνωμοσύνης, ενός που γιατρεύτηκε, στο Θεό, σε λυδικό τρόπο" ".
Ludwig van Beethoven String Quartet No.15 in A minor, Op.132 - 3. Molto Adagio - Andante
‎"Τα έχω χαμένα, γνώρισα τόσους που ήταν έμπειροι στη μουσική, δε βρέθηκε ένας να μου πει πώς κάποτε ο Μπετόβεν είχε εκφράσει μ’έναν τόσο χειροπιαστό τρόπο την ωριμότητα του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, την ελευθέρωση από το θάνατο με τόσο ανθρώπινο τρόπο. Οτι ο Μπαχ είναι ίσως ο μόνος που υπάρχει που να μην είναι ούτε cérébral, ούτε sensuel, ούτε sentimental, ούτε romantique, ούτε classique, ούτε précieux, ούτε naturel, ούτε prime-sautier, ούτε τίποτα από δαύτα- κανένας χαρακτηρισμός: είναι ο γυμνός άνθρωπος, πλέριος, ζυγισμένος, χωρίς καμιά γωνιά, που μας μοιάζει ή που δεν μας μοιάζει, κι όμως ξέρουμε πως είναι αυτός πλέριος και αληθινός."
Bach - Brandenburg Concertos No.3 - i: Allegro Moderato
‎"Χτες πήγα στο κοντσέρτο. Η Τρίτη (Beethoven) […] και κυρίως το Καπρίτσιο για πιάνο, έγχορδο κουαρτέτο και ορχήστρα και η Συμφωνία των Ψαλμών του Igor [Stravinsky] ( στο πιάνο ο ίδιος). Τι άνθρωπος και τι ρυθμός· έπρεπε ν’ ακούσεις την attaque […]: μια κλοτσιά σ’ όλες τις τρυφερές, ηδονοπαθείς σαχλαμάρες και στους νυσταλέους βηματισμούς." (2 Φεβρουαρίου 1932) http://www.youtube.com/watch?v=KKRlE1eVBso OΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΕΡΓΟ (ΓΙΑ ΤΟΝ Stravinsky) "έχει επιβληθεί σαν ένας μεγάλος άρχοντας της μουσικής, παράλληλα με τον άλλο στυλοβάτη της εποχής μας τον Πικάσσο. Τα έργα, οι εκφράσεις των δύο αυτών ανθρώπων έχουν σφραγίσει τον αιώνα μας" ..
Igor Stravinsky: Symphony of Psalms (1930)
“Among all the other nights upon nights, the girl had spent that one on the boat….when it happened, the burst of Chopin…. There wasn’t a breath of wind and the music spread all over the dark boat, like a heavenly injunction whose import was unknown, like an order from God whose meaning was inscrutable. And the girl started up as if to go and kill herself in her turn, throw herself in her turn into the sea, and afterwards, she wept because she thought of the man from Cholon and suddenly she wasn’t sure she hadn’t loved him with a love she hadn’t seen because it had lost itself in the affair like water in the sand and she rediscovered it only now, through this moment of music.” 
― Marguerite Duras, The Lover
Chopin - Nocturne Op. 27 No. 2 (Rubinstein)
*******************************************************************
*Kiriaki Chrysanidou 
Arthur Rubinstein - Chopin Ballade No. 4 in F Minor, Op. 52
‎"According to Robert Schumann, this Ballade was inspired by Adam Mickiewicz's poem The Three Budrys, which tells of three brothers sent away by their father to seek treasures, and the story of their return with three Polish brides." (wikipedia)
THE THREE BROTHERS BUDRYS 
Doughty Budrys the old, Lithuanian bold,
He has summoned his lusty sons three.
"Your chargers stand idle, now saddle and bridle
And out with your broadswords," quoth he.
"For with trumpets' loud braying in Wilno they're saying
That our crmies set forth to three goals;
Gallant Olgierd takes Russia and Kiejstut takes Prussia
And Scirgiell - our neighbours the Poles,
"Stout of heart and of hand, go, fight for your land
With the gods of your fathers to guide you;
Though I mount not this year, yet my rede ye shall hear:
Ye are three and three roads ye shall ride you.
"By Lake Ilmen's broad shores where fair Novgorod lowers
One shall follow 'neath Olgierd's device:
There are sables' black tails there are silvery veils,
There are coins shining brightly like ice,
"With Kiejstut's hordes ample the next son shall trample
That dog's breed, the Knights of the Cross;
There he amber thick-strown, vestments diamond-sown,
And brocades al a marvellous gloss,
"In the barren, stripped land beyond Niemen's wide strand 
Where goes Skirgiell, the third son shall ride;
Only buckler and sword will he get as reward,
But from there he shall bring him his bride.
"For 'tis Poland the world over that's the land lor a lover:
All the maids are like kittens at play;
Faces whiter than milk, lashes soft as black silk,
And their eyes - like the star-shine are they!
Fifty years are now sped and my bride is long dead,
The bright Pole I brought home from a raid:
And yet still when I stand and gaze out toward that land, 
I remenber the face of that maid."
So he ends and they turn, he has blessed them their journey:
They've armed them, they've mounted and fled:
Fall and winter both pass, never word comes, alas,
And old Budrys had thought his sons dead.
Through the high-piling drift comes a youth riding swift, 
'Neath his mantle rich booty doth hide:
"Ah, a Novgorod kettle full of silver-bright metal!"
- "Nay, my father, a Polish bride!"
Through the high-piling drift comes a youth riding swill, 
'Neath his mantle rich booty doth hide:
"Ah, amber, my son, in the German land won'"
- "Nay, my father, a Polish bride!"
Through the high-piling drift rides the third. Ah, his gift,
'Tis the pride of the west and the east! 
But while yet it is hidden, old Budrys has bidden
His guests to the third wedding feast.
------------------------------------

  Το παρακάτω ποίημα του Paul Verlaine (1844 – 1896), αποτέλεσε έμπνευση για την ομώνυμη σύνθεση του Claude Debussy : Your soul is a select landscape
Where charming masqueraders and bergamaskers go
Playing the lute and dancing and almost
Sad beneath their fantastic disguises.
All sing in a minor key
Of victorious love and the opportune life,
They do not seem to believe in their happiness
And their song mingles with the moonlight,
With the still moonlight, sad and beautiful,
That sets the birds dreaming in the trees
And the fountains sobbing in ecstasy, The tall slender fountains among marble statues.
Moonlight, 1869
Debussy: Clair de Lune, Stanley Black, London Symphony Orchestra, (Vinyl)
Αγαπημένο θέμα και για τον Victor Marie Hugo :
Moonlight on the Bosphorus
Bright shone the merry moonbeams dancing o'er the wave;
At the cool casement, to the evening breeze flung wide,
Leans the Sultana, and delights to watch the tide,
With surge of silvery sheen, yon sleeping islets lave.
From her hand, as it falls, vibrates the light guitar.
She listens—hark! that sound that echoes dull and low.
Is it the beat upon the Archipelago
Of some long galley's oar, from Scio bound afar?
Is it the cormorants, whose black wings, one by one,
Cut the blue wave that o'er them breaks in liquid pearls?
Is it some hovering sprite with whistling scream that hurls
Down to the deep from yon old tower a loosened stone?
Who thus disturbs the tide near the seraglio?
'Tis no dark cormorants that on the ripple float,
'Tis no dull plume of stone—no oars of Turkish boat,
With measured beat along the water creeping slow.
'Tis heavy sacks, borne each by voiceless dusky slaves;
And could you dare to sound the depths of yon dark tide,
Something like human form would stir within its side.
Bright shone the merry moonbeams dancing o'er the wave.
John Williams & Julian Bream: C.Debussy-Clair de Lune
‎"But see, out there, on the edge of the meadow, under the arch of trees bathed in a shining mist, two figures are walking side by side.
The man was the taller, and held his arm about his sweetheart's neck and kissed her brow every little while. They imparted life, all at once, to the placid landscape in which they were framed as by a heavenly hand. The two seemed but a single being, the being for whom was destined this calm and silent night, and they came toward the priest as a living answer, the response his Master sent to his questionings.
He stood still, his heart beating, all upset; and it seemed to him that he saw before him some biblical scene, like the loves of Ruth and Boaz, the accomplishment of the will of the Lord, in some of those glorious stories of which the sacred books tell. The verses of the Song of Songs began to ring in his ears, the appeal of passion, all the poetry of this poem replete with tenderness.
And he said unto himself: "Perhaps God has made such nights as these to idealize the love of men."
He shrank back from this couple that still advanced with arms intertwined. Yet it was his niece. But he asked himself now if he would not be disobeying God. And does not God permit love, since He surrounds it with such visible splendor?
And he went back musing, almost ashamed, as if he had intruded into a temple where he had, no right to enter."
απόσπασμα από το Clair de Lune
Guy de Maupassant (1850-1893)
Clair de Lune by Debussy

********************************************

*Kiriaki Chrysanidou 

“Εδώ κι εκεί υπάρχουν φύλλα πάνω στα δέντρα. Κι εγώ μένω συχνά σκεφτικός μπροστά τους. Ατενίζω ένα φύλλο και εναποθέτω σ' αυτό την ελπίδα μου. Όταν ο άνεμος παίζει μαζί του, τρέμει όλο μου το είναι, κι αν τύχει να πέσει, τότε καταρρέει, αλίμονο, μαζί του και η ελπίδα μου”.
Για να μπορώ να ανακρίνω το πεπρωμένο, μου χρειάζεται μια διαζευκτική ερώτηση (Μ' αγαπά / Δε μ'αγαπά), ένα αντικείμενο επιδεκτικό μιας απλής παραλλαγής (Θα πέσει / Δεν θα πέσει) και μια εξωτερική δύναμη (θεότητα, τύχη, άνεμος) που σημαδεύει τον έναν από τους πόλους της παραλλαγής αυτής. Θέτω πάντα την ίδια ερώτηση (θα αγαπηθώ;), και η ερώτηση αυτή είναι διαζευκτική: ή όλα ή τίποτε. Δε δέχομαι ότι τα πράγματα ωριμάζουν, ότι ξεφεύγουν από το δέον του πόθου. Δεν είμαι διαλεκτικός. Η διαλεκτική θα έλεγε: το φύλλο δε θα πέσει τώρα, θα πέσει ύστερα, στο μεταξύ, όμως, εσείς θα' χετε αλλάξει και δε θα θέτετε πιά αυτή την ερώτηση.(Από κάθε συμβουλάτορα μου, όποιος κι αν είναι, προσμένω να μου πει: “Το πρόσωπο που αγαπάς σ' αγαπά κι αυτό και θα σου το πει απόψε”.)

ΣΟΥΜΠΕΡΤ, “Letzte Hoffnung”, Χειμωνιάτικο Ταξίδι
 Αποσπάσματα ερωτικού λόγου, ΡΟΛΑΝ ΜΠΑΡΤ
Fischer Dieskau - Franz Schubert, Die Winterreise Op.89, XVI. Letzte Hoffnung



***********************************************************************

*Christos Sipsis

Mussorgsky: Songs and Dances of Death / Liederen en dansen van de dood
Modest Petrovich Musorgsky: Songs and Dances of Death (The Lied, Art Song, and Choral Texts Archive:
Samuel Barber: Three Songs, Op. 45
Now have I fed and eaten up the rose 
Now have I fed and eaten up the rose
Which then she laid within my stiff
cold hand.That I should ever feed upon a rose
I never had believed in liveman's land.
Only I wonder was it white or red
The flower that in the [darkness]1 my food has been.
Give us, and if Thou give, thy daily bread,
Deliver us from evil, Lord, Amen.
James Joyce
Samuel Barber: Three Songs, Op. 45
Hermit songs
**************************************************************************
*Christos Sipsis

Manuel Falla - El Amor Brujo
Γλύκηα μάτερ, ού τοι δύναμαι κρέκην τον ίστον
πόθωι δάμεισα παίδος βραδίναν δι’ Αφρόδιταν.

Σαπφώ
Γλυκιά μου μάνα, το υφάδι δε μπορώ πια να χτυπώ
τσακισμένη απ’ του παλικαριού τον πόθο
που μου ’στειλε η αργή Αφροδίτη.
(19-9-12)

***************************************************************************

*Margarita Xanthaki

"Rain" Poetry reading by Charles Bukowski
Rain" by Charles Bukowski

"a symphony orchestra.
there is a thunderstorm,
they are playing a Wagner overture
and the people leave their seats under the trees
and run inside to the pavilion
the women giggling, the men pretending calm,
wet cigarettes being thrown away,
Wagner plays on, and then they are all under the
pavilion. the birds even come in from the trees
and enter the pavilion and then it is the Hungarian
Rhapsody #2 by Lizst, and it still rains, but look,
one man sits alone in the rain
listening. the audience notices him. they turn
and look. the orchestra goes about its
business. the man sits in the night in the rain,
listening. there is something wrong with him,
isn't there?
he came to hear the music."
Wagner - Karajan - Tannhauser
Franz Liszt - Hungarian Rhapsody No.2 (Orchestra version)


*Gianni Christopoulos

[ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ, το κεφάλι του ποιητή, από τη συλλογή Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ] 
Η Μάρτζι άρχιζε συνήθως να παίζει τα νυκτερινά του Σοπέν όταν ο ήλιος βασίλευε. Ζούσε σ ένα μεγάλο σπίτι, κρυμμένο πίσω από κήπο, και με το ηλιοβασίλεμα είχε ήδη έρθει στο κέφι με το ουίσκι ή το κονιάκ που έπινε.
Chopin Nocturne Op.9 No.2 (Arthur Rubinstein)

*Abakis Christos

Aaron Copland - 12 Poems of Emily Dickinson (1950) 1/3 http://www.youtube.com/watch?v=LcZayQ1pZTo
Aaron Copland - 12 Poems of Emily Dickinson (1950) 2/3 http://www.youtube.com/watch?v=bnpMrGw7i8Y&feature=relmfu
Aaron Copeland - 12 Poems of Emily Dickinson (1950) 3/3
The Poetry of Emily Dickinson. Complete Poems of 1924. Bartleby.com

_______________


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου