Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

GERSHWIN GEORGE, ΑΦΙΕΡΩΜΑ



1898 - 1937



O Τζορτζ Γκέρσουιν (George Gershwin [Jacob Gershvin][1], Νέα Υόρκη, 26 Σεπτεμβρίου 1898 — Χόλιγουντ, 11 Ιουλίου 1937) ήταν Αμερικανός συνθέτης, τραγουδοποιός και πιανίστας, δημιουργός πολλών έργων για το μουσικό θέατρο και τον κινηματογράφο και με σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση της τζαζ στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1920. Στις σημαντικότερες συνθέσεις του ανήκουν το κλασικό έργο για ορχήστρα και πιάνο Rhapsody in Blue και η φολκ όπερα Porgy and Bess, η πρώτη αμερικανική όπερα που εκτελέστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου. Συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους και πιο επιτυχημένους Αμερικανούς συνθέτες όλων των εποχών[2], που συνδύασε τις τεχνικές και τις φόρμες του κλασικού τραγουδιού με το είδος της τζαζ, ενώ παράλληλα το ύφος του σημαδεύτηκε από πρωτότυπες μετατροπίες και περίπλοκους ρυθμούς[3]. Κύριος συνεργάτης του και στιχουργός πολλών συνθέσεών του υπήρξε ο αδελφός του, Άιρα Γκέρσουιν. Γόνος Ρώσων μεταναστών, εβραϊκής καταγωγής, που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική τη δεκαετία του 1890, ο Γκέρσουιν πέθανε πρόωρα σε ηλικία 38 ετών, κληροδοτώντας πολλά τραγούδια που ανήκουν πλέον στο κλασικό τζαζ ρεπερτόριο[4], ηχογραφημένα σε πολυάριθμες εκτελέσεις και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του είδους. Μετά το θάνατό του, οι ορχηστρικές συνθέσεις του επανεκτελέστηκαν περισσότερες φορές από τα έργα οποιουδήποτε Αμερικανού συνθέτη[5].
Νεανικά χρόνια και εκπαίδευση
O Γκέρσουιν γεννήθηκε το 1898 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και υπήρξε γόνος Ρώσων μεταναστών από την Αγία Πετρούπολη, που εγκαταστάθηκαν στην αμερικανική πόλη στα τέλη του 19ου αιώνα. Καταφθάνοντας στη Νέα Υόρκη, σε μια εποχή κατά την οποία φιλοξενούσε μία αρκετά μεγάλη εβραϊκή κοινότητα, ο πατέρας του, Μόρις Γκέρσβιν (Moshe Gershvin), εργάστηκε σε βιοτεχνία γυναικείων παπουτσιών και σε σύντομο χρονικό διάστημα ανελίχθηκε σε θέση προϊσταμένου. Αργότερα, διηύθυνε διάφορες επιχειρήσεις, όπως εστιατόρια, αρτοποιεία καθώς και ένα ξενοδοχείο, τις οποίες όμως εγκατέλειπε σε σύντομο χρονικό διάστημα όταν έχανε το ενδιαφέρον του. Με τη σύζυγό του, Ρόζα Μπρούσκιν, απέκτησε συνολικά τέσσερα παιδιά, τα οποία είχαν ως μητρική γλώσσα την Αγγλική, καθώς δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ ρωσικά ή γίντις[6].
Σε μικρή ηλικία, ο Γκέρσουιν χαρακτηριζόταν ως παιδί του δρόμου που αποστρεφόταν το σχολείο και ήταν απείθαρχος[7]. Το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως στενά δεμένο με τη μουσική, ωστόσο ο ίδιος ανέπτυξε ενδιαφέρον σε νεαρή σχετικά ηλικία. Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε περίπου το 1910, όταν οι γονείς του αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο πιάνο, το οποίο προοριζόταν για χρήση από τον αδελφό του Άιρα. Δύο χρόνια αργότερα, έγινε δεκτός ως μαθητής του διακεκριμένου πιανίστα και δασκάλου Charles Hambitzer, ο οποίος διέκρινε τις δεξιότητες του Γκέρσουιν και τον μύησε στο χώρο της κλασικής μουσικής, συνοδεύοντάς τον σε κοντσέρτα αλλά και μέσα από τη διδασκαλία κλασικών έργων στο πιάνο, συνθετών όπως ο Φρεντερίκ Σοπέν και ο Φραντς Λιστ. Η πίστη του Hambitzer στις δυνατότητες του νεαρού Γκέρσουιν αναδεικνύεται από το γεγονός πως αρνήθηκε να λάβει χρήματα για την εκπαίδευσή του, καθώς και μέσα από επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία τον περιέγραφε ως ιδιοφυή[2]. Ο Γκέρσουιν έστρεψε παράλληλα το ενδιαφέρον του στη δημοφιλή μουσική της εποχής του, θαυμάζοντας ειδικότερα συνθέσεις των Τζερόμ Κερν και Ίρβινγκ Μπέρλιν, και επέκτεινε τις μουσικές του γνώσεις στην αρμονία υπό την καθοδήγηση του Edward Kilenyi.
Σταδιοδρομία
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, εγκατέλειψε το γυμνάσιο και εργάστηκε για περίπου τρία χρόνια ως πιανίστας διαφημιστής τραγουδιών του Τιν Παν Άλι, για τη μουσική εταιρεία του Τζερόμ Ρέμικ[8]. Η πολύωρη και καθημερινή εξάσκησή του στην εκτέλεση τραγουδιών επέδρασε ευεργετικά στο παίξιμό του, το οποίο βελτιώθηκε σημαντικά μέσα από την εμπειρία που αποκτούσε. Σε εφηβική ακόμα ηλικία, αναγνωριζόταν ως ένας από τους πλέον ταλαντούχους πιανίστες της Νέας Υόρκης και σύντομα ανέλαβε τη συνοδεία στο πιάνο δημοφιλών τραγουδιστών της εποχής. Την ίδια περίπου περίοδο, ξεκίνησε να γράφει δικά του τραγούδια, και οι πρώτες συνθέσεις του, ένα τραγούδι με τίτλο When You Want 'Em You Can't Get 'Em και το κομμάτι για πιάνο Rialto Ripples, χρονολογούνται το 1916. Παράλληλα, εργάστηκε ως πιανίστας στις πρόβες έργων του Μπρόντγουεϊ (Broadway) και σύντομα άρχισε να αναγνωρίζεται για τις ικανότητές του στη σύνθεση. Από το 1918, τραγούδια του συνόδευαν σόου του Μπρόντγουεϊ, ενώ στις 26 Μαΐου του 1919, παρουσιάστηκε το έργο La La Lucille σε μουσική εξολοκλήρου γραμμένη από τον Γκέρσουιν. Την ίδια χρονιά, ο δημοφιλής τραγουδιστής Αλ Γιόλσον ερμήνευσε τη σύνθεση του Swannee στο μιούζικαλ Sinbad, η οποία ηχογραφήθηκε τον επόμενο χρόνο και αποτέλεσε μία από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του, που τού απέφερε σημαντικά οικονομικά κέρδη. Το πρώτο κλασικό έργο του, μία σύνθεση για κουαρτέτο εγχόρδων με τίτλο Lullaby, χρονολογείται επίσης το 1919 και υπήρξε πιθανώς αποτέλεσμα μουσικής άσκησης στην αρμονία από την περίοδο της μαθητείας του δίπλα στον Kilenyi[9].
Τα επόμενα χρόνια, ο Γκέρσουιν συνέθεσε αρκετά τραγούδια για θεατρικές επιθεωρήσεις, εξασφαλίζοντας συμβόλαιο με τον παραγωγό Τζορτζ Γουάιτ για πέντε ετήσιες παραγωγές του Μπρόντγουεϊ (1920-24). Στα τέλη του 1923, ο διευθυντής ορχήστρας Πολ Γουάιτμαν ζήτησε από τον Γκέρσουιν να συνθέσει ένα έργο για ένα πολυδιαφημισμένο κοντσέρτο, το οποίο περιγραφόταν ως «Πείραμα στη Μοντέρνα Μουσική». Αποτέλεσμα της συνεργασίας τους ήταν το έργο για πιάνο και ορχήστρα με τίτλο Rhapsody in Blue, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 12 Φεβρουαρίου 1924 στο Aeolian Concert Hall της Νέας Υόρκης, και κατάφερε να εξασφαλίσει θερμή υποδοχή από το κοινό και τους κριτικούς. Συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες συνθέσεις του, εισάγοντας ουσιαστικά τζαζ φόρμες, όπως «μπλου» νότες και συγκοπτόμενους ρυθμούς, στο πλαίσιο της συμφωνικής μουσικής, και εξασφάλισε στον Γκέρσουιν διεθνή φήμη αποτελώντας μία από τις πλέον ηχογραφημένες ορχηστρικές συνθέσεις του 20ου αιώνα. Σε αντίθεση με τα περισσότερα σημαντικά έργα του, δεν ενορχηστρώθηκε από τον ίδιο, αλλά από τον Ferde Grofé για συμφωνική ή τζαζ ορχήστρα. Σύμφωνα με ένα θρύλο, ο Γκέρσουιν είχε ξεχάσει την παραγγελία του Γουάιτμαν και συνέθεσε γρήγορα το έργο, σε διάστημα τριών εβδομάδων, αφού διάβασε την αναγγελία της συναυλίας στον ημερήσιο τύπο[2].
Η δεκαετία 1924-34 υπήρξε εν γένει μία περίοδος ευμάρειας για τον Γκέρσουιν, κατά την οποία αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη φήμη, καταλαμβάνοντας μοναδική θέση μεταξύ των Αμερικανών συνθετών της εποχής[9]. Την ίδια περίοδο ταξίδεψε αρκετά και γνωρίστηκε με σημαντικούς συνθέτες σύγχρονης κλασικής μουσικής, όπως τους Σεργκέι Προκόφιεφ, Μορίς Ραβέλ και Άλμπαν Μπεργκ. Μετά την επιτυχία του Rhapsody in Blue, αφοσιώθηκε κυρίως σε ορχηστρικά έργα, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει και τη σύνθεση τραγουδιών για το θέατρο. Στιχουργός των περισσότερων υπήρξε ο αδελφός του, Άιρα Γκέρσουιν, του οποίου οι πνευματώδεις στίχοι – συχνά ενσωματώνοντας αργκό εκφράσεις και λογοπαίγνια – αναγνωρίζονται εξίσου με τις μελωδίες του Τζορτζ Γκέρσουιν. Το 1925, ο Walter Damrosch τού ανέθεσε τη σύνθεση ενός κοντσέρτου, για τη συμφωνική ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Για το σκοπό αυτό, ο Γκέρσουιν ολοκλήρωσε το Κοντσέρτο σε Φα μείζονα, έργο για πιάνο και ορχήστρα που αποτελείται από τρία μέρη (Allegro, Adagio - Andante con moto και Allegro agitato) και συνιστά τη μεγαλύτερη σε διάρκεια σύνθεσή του. Αν και δεν γνώρισε την ίδια αποδοχή σε σύγκριση με το Rhapsody in Blue, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του, γραμμένο για συμφωνική ορχήστρα χωρίς όργανα της τζαζ, και αποτελεί πιθανώς το πιο δημοφιλές κοντσέρτο για πιάνο Αμερικανού συνθέτη[2]. Το συμφωνικό ποίημα An American in Paris, σύνθεση που ολοκληρώθηκε το 1928, αντανακλά τις εντυπώσεις του Γκέρσουιν από τα ταξίδια του στο Παρίσι και απεικονίζει μουσικά την ατμόσφαιρα της πόλης όπως την εισέπραξε ο ίδιος. Θεωρείται έργο που αντλεί στοιχεία από την παράδοση των μπλουζ, ενώ με τους εναλλασσόμενους ρυθμούς του και την ελεύθερη δομή του παραπέμπει επίσης στο είδος του μπαλέτου. Το επόμενο διάστημα, ο Γκέρσουιν συνέχισε να γράφει μουσική για το θέατρο, με τα μιούζικαλ Strike up the Band (1927/30), Girl Crazy (1930) και Of Thee I Sing (1931) να αποτελούν αξιοσημείωτες επιτυχίες. Το τελευταίο, αποτέλεσε τολμηρή πολιτική σάτιρα, για την οποία ο Άιρα Γκέρσουιν μοιράστηκε το Βραβείο Πούλιτζερ με τους λιμπρετίστες George S. Kaufman και Morrie Ryskind. Η δεύτερη ραψωδία του, Second Rhapsody (1931), της ίδιας περιόδου, χαρακτηρίζεται συχνά ως το πλέον πειραματικό έργο του και το αρτιότερο ως προς τη δομή και την ενορχήστρωσή του[2], δείγμα της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των συνθέσεών του[10]. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν Rhapsody in Rivets και για τη σύνθεσή του αξιοποίησε υλικό που είχε χρησιμοποιήσει παλαιότερα για τη μουσική της ταινίας Delicious (1930)[11].
Την περίοδο 1932-36, κατά την οποία παρακολούθησε μαθήματα υπό τον συνθέτη και θεωρητικό της μουσικής Joseph Schillinger, ολοκλήρωσε την Κουβανική Ουβερτούρα (Cuban Overture, 1932), μία σειρά από παραλλαγές για πιάνο και ορχήστρα πάνω στη δική του προγενέστερη σύνθεση I got rhythm (1914), καθώς και την τρίπρακτη όπερα Porgy and Bess (1935). Για τη σύνθεση της όπερας, ο Γκέρσουιν εμπνεύστηκε από το μυθιστόρημα του DuBose Heyward Porgy (1925) και για ένα διάστημα ταξίδεψε στον αμερικανικό Νότο προκειμένου να έρθει σε επαφή με την αφροαμερικανική μουσική παράδοση. Το λιμπρέτο του έργου, το οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε ως μία αμερικανική φολκ όπερα, πραγματεύεται τη ζωή των μαύρων στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας και γράφτηκε από τον αδελφό του, σε συνεργασία με το ζεύγος DuBose και Dorothy Heyward. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1935 στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ και ακολούθησαν 124 παραστάσεις, οι οποίες ωστόσο δεν κάλυψαν οικονομικά τα έξοδα για το ανέβασμα του έργου[9]. Η όπερα του Γκέρσουιν έχει υποβληθεί σε εκτεταμένη κριτική. Από την πρώτη στιγμή, μετά την πρεμιέρα της, αμφισβητήθηκε η οπερατική καταγωγή του έργου, ενώ κατά πολλούς η αξία του βρισκόταν σε μεμονωμένα μουσικά κομμάτια και λιγότερο στο δομημένο σύνολό του, άποψη που ενισχύθηκε από την επιτυχία που είχαν τραγούδια της όπερας ερμηνευμένα ανεξάρτητα[12], όπως τα Summertime, It Ain't Necessarily So, Bess, You Is My Woman Now και I Got Plenty O' Nuttin'. Η αρνητική κριτική εστίασε επίσης στον στερεότυπο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι χαρακτήρες και εν γένει η ζωή των μαύρων της Αμερικής, σε μια εποχή που η αφροαμερικανική κοινότητα εξακολουθούσε να υπόκειται σε ρατσιστικές διαθέσεις. Το γεγονός πως η όπερα βασίστηκε στο μυθιστόρημα ενός λευκού και συντέθηκε από έναν επίσης λευκό μουσικό με έδρα τη Νέα Υόρκη, αποτέλεσε επίσης πρόσφορο έδαφος για αμφισβήτηση της αυθεντικότητάς της[12]. Από την άλλη πλευρά, αρκετοί κριτικοί του θεάτρου υποδέχθηκαν θερμά το έργο, ενώ σήμερα θεωρείται για πολλούς το σημαντικότερο του Γκέρσουιν. Υπήρξε η πρώτη αμερικανική όπερα που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, στα πλαίσια διεθνούς περιοδείας.
Από τις αρχές του 1937, ο Γκέρσουιν ξεκίνησε να νιώθει σοβαρούς πονοκεφάλους και να βιώνει προσωρινές απώλειες μνήμης. Μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου είχε χάσει πολύ βάρος και χρειαζόταν υποστήριξη προκειμένου να περπατήσει. Στις 9 Ιουλίου υπέπεσε σε κώμα και τότε διαγνώστηκε με όγκο στον εγκέφαλο. Ο πρόωρος θάνατός του, δύο ημέρες αργότερα, συγκλόνισε την αμερικανική κοινή γνώμη, σε μία περίοδο που ο Γκέρσουιν βρισκόταν ακόμα στην ακμή του και ενώ προετοίμαζε αρκετές νέες συνθέσεις. Το 1983, το Θέατρο Ούρις του Μπρόντγουεϊ μετονομάστηκε σε Θέατρο Τζορτζ Γκέρσουιν προς τιμή του, ενώ το 2007 η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου καθιέρωσε το βραβείο Γκέρσουιν, το οποίο απονέμεται ετησίως σε συνθέτες για τη συνολική προσφορά τους στη μουσική. Το 2006 τιμήθηκε επίσης με την είσοδό του στο Long Island Music Hall of Fame.
Επιλεγμένη εργογραφία

Κύριο λήμμα: Εργογραφία Τζορτζ Γκέρσουιν
Έργα για ορχήστρα
  • Rhapsody in Blue (1924), για πιάνο και ορχήστρα
  • Concerto in F (1925), κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε Φα μείζονα
  • An American in Paris (1928)
  • Second Rhapsody (1931), για πιάνο και ορχήστρα (αρχικός τίτλος Rhapsody in Rivets)
  • Cuban Overture (1932), αρχικά γνωστό ως Rumba
  • Variations on "I Got Rhythm" (1934), για πιάνο και ορχήστρα
  • Catfish Row (1936), σουίτα βασισμένη στη μουσική της όπερας Porgy and Bess
Μιούζικαλ
  • Primrose (1924), Λονδίνο
  • Blue Monday (1922)
  • George White's Scandals (1920-24)
  • Lady, Be Good (1924)
  • Tip-Toes (1925)
  • Song of the Flame (1925)
  • Tell Me More! (1925)
  • Oh, Kay! (1926)
  • Strike Up the Band (1927)
  • Funny Face (1927)
  • Rosalie (1928)
  • Show Girl (1929)
  • Girl Crazy (1930)
  • Of Thee I Sing (1931)
  • Pardon My English (1933)
  • Let 'Em Eat Cake(1933)
Όπερα
  • Porgy and Bess (1935), πρώτη εκτέλεση στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ
Μουσική για ταινίες
  • Delicious (1931)
  • Shall We Dance (1937)
  • The Goldwyn Follies (1938)
  • The Shocking Miss Pilgrim (1947)
Βραβείο Γκέρσουιν
Το όνομά του δόθηκε σε βραβείο, που απονέμεται κάθε χρόνο από το 2007. Οι τιμηθέντες είναι:
  • 2007 - Πολ Σάιμον
  • 2008 - Στίβι Γουόντερ
  • 2009 - Πολ Μακ Κάρτνεϊ
  • 2011 - Μπερτ Μπάκαρακ και Χαλ Ντέιβιντ



Επιλογή έργων
από μέλη της ομάδας
"Ακούτε Κλασική Μουσική; Εγώ ακούω."


*Christos Sipsis
Bernstein plays Gershwin

*De Profundis Ya
George Gershwin - "An American in Paris"
George Gershwin plays I Got Rhythm
George Gershwin "Second Rhapsody" Rehearsal recording Remastered 1931
GEORGE GERSHWIN LIVE 1934 RADIO SHOW

*Nikolaos Karanidis
Hamelin plays Gershwin - Concerto in F

*Χρήστος Ζουλιάτης
G. Gershwin - Rhapsody in Blue, FORTISSIMO FEST 2010
Hamelin plays Gershwin - Concerto in F

*Ευρύκλεια Φιλιππίδη
Porgy and Bess (1959) Stereo - Summertime - Bess, You Is My Woman Now - I Got Plenty o' Nuttin'
2.000.000 αντίτυπα πούλησε το summertime μέσα στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του....Βρίσκεται έκτοτε στην πρώτη θέση των πωλήσεων μαζί με το imagine οτυ J.Lenon!

*Eddy Kouyioumdjian
An American in Paris - George Gershwin

*Tanja Pavlovic
Man I Love - Gershwin (Piano and Orchestra Cover)

*Alexis Zorbas
George Gershwin - Lullaby (Original Piano Version)

*Λιλλυ Λιλλυ
 Bernstein performs Gershwin Rhapsody in Blue 1/2

*Aglaia Raptou
George Gershwin - Porgy and Bess suite - part 1

*Elli Papagrigoriou
Eduard Grach plays Gershwin
Eduard Grach plays Gershwin




HOLST GUSTAV, ΑΦΙΕΡΩΜΑ



1874 - 1934




Ο Γκούσταβ Θίοντορ Χολστ (Gustav Theodore Holst, 21 Σεπτεμβρίου 1874 – 25 Μαΐου 1934)[1][2] ήταν άγγλος συνθέτης και δάσκαλος μουσικής για σχεδόν 20 χρόνια. Είναι περισσότερο γνωστός για την ορχηστρική του σουίτα Οι Πλανήτες.[1] Έχοντας σπουδάσει στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής (Royal College of Music) στο Λονδίνο,[2] το πρώιμο έργο του ήταν επιρρεασμένο από τον Γκριγκ, τον Βάγκνερ,[3] τον Ρίχαρντ Στράους και τον συμφοιτητή του Ραλφ Βον Ουίλιαμς[4] ενώ αργότερα, μέσω του τελευταίου, από την μουσική του Ραβέλ.[2] Η συνδυασμένη επιρροή από τον Ραβέλ, τον Ινδικό πνευματισμό και τις παραδοσιακές αγγλικές μελωδίες[2] επέτρεψαν στον Χολστ να ελευθερωθεί από τις επιρροές του Βάγκνερ και του Στράους και να διαμορφώσει το δικό του ύφος. Η μουσική του είναι γνωστή για την αντισυμβατική χρήση του μέτρου και τις εμμονικές μελωδίες.
Ο Χολστ συνέθεσε περίπου 200 έργα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται όπερες, ύμνοι και τραγούδια.
Έγινε δάσκαλος μουσικής στο Σχολείο θηλέων του Αγίου Παύλου (St Paul's Girls' School) και μουσικός διευθυντής του κολεγίου Morley το 1907, κρατώντας και τις δύο θέσεις μέχρι την συνταξιοδότησή του.[2]
Ήταν αδελφός του ηθοποιού του Χόλυγουντ, Έρνεστ Κόσσαρντ και πατέρας της συνθέτιδος και μαέστρου, Ίμοτζεν Χολστ, η οποία έγραψε και μία βιογραφία του το 1938.[4]
Το πραγματικό του όνομα ήταν Gustavus Theodor von Holst αλλά αφαίρεσε το «von» από το όνομα λόγω των αντιγερμανικών αισθημάτων στην Βρετανία κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, κάνοντάς το επίσημο το 1918.[5][6]



Επιλογή έργων
από μέλη της ομάδας
"Ακούτε Κλασική Μουσική; Εγώ ακούω."


Christos Sipsis
Gustav Holst - The Planets, Op. 32 (1914 - 1916)
ολοκληρωμένο 

Eddy Kouyioumdjian
Gustav Holst - The Planets Op.32 Jupiter

Alexis Zorbas
Gustav Holst - Hymn to Dionysus, Op 31 No. 2 (1913)

Kosmas Pavlopoulos
HOLST - Mars from "The Planets Suite"

Aglaia Raptou
Gustav HOLST: St. Paul's Suite (I. Jig, II. Ostinato)

Tanja Pavlovic
I Love my Love - Gustav Holst

Abakis Christos
Gustav Holst - A Somerset Rhapsody, Op. 21 No. 2 (1907)

Zafeiria Partheni
Hymn to the Waters - Etherea Vocal Ensemble
gustav holst dance of the spirit of water

Gianni Christopoulos
Allegro con brio Holst Symphony F majour op8

Stratis Vagis
Gustav HOLST: St. Paul's Suite (I. Jig, II. Ostinato)
Gustav HOLST: St. Paul's Suite (III. Intermezzo, IV. Finale)
Gustavus Theodore Holst
St. Paul Suite Op. 29 #2
Gustavus Theodore von Holst (he dropped the "von" during World War I in response to anti-German sentiment), a highly original and inventive composer, was born in Cheltenham, England in 1874. His grandfather was Gustavus von Holst of Riga, Latvia, a composer of elegant harp music who moved to England, married an Englishwoman, and became a fashionable harp teacher. Gustav's father Adolph, a pianist, organist, and choirmaster, taught piano lessons and gave recitals; his mother was a singer who died when Gustav was only eight. Holst was a frail asthmatic child whose first recollections were musical; he was taught to play the piano and violin, later changing to the trombone, and began to compose when he was about twelve.

Holst met Ralph Vaughan Williams in 1895 while they were students at the Royal College of Music and the two remained lifelong friends, although there is little similarity in their music. They depended heavily on one another for lifelong support and assistance. Vaughan Williams introduced Holst to folk songs, which pleased and surprised him with their beauty, and to plainsong hymns, which Holst loved throughout his life.

In those days of no royalties or large performing fees, Holst, finding it difficult to earn a living performing and composing, took posts as a music teacher. After the success in 1918 of The Planets, he found it much easier to get his music performed and published, nevertheless he remained a teacher until his death. He was considered an original and gifted teacher with lasting influence on his pupils, and he found himself a frequent and popular, albeit reluctant, lecturer who visited the United States twice, once in 1923 to lecture at the University of Michigan, and again in 1932 to spend a six-month period as teacher and lecturer at Harvard. After a lifetime of poor health exacerbated by concussion following a backward fall off the conductor's podium, from which he never fully recovered, he suffered a bleeding ulcer during his last stay in the U.S. and in 1934 he underwent surgery to relieve the condition. He died two days later, four months short of his sixtieth birthday. Gustav Holst is well-known today as the composer of The Planets, which remains wildly popular, but for few other compositions except his St. Paul and Brook Green suites.

Around 1904 Holst was appointed Musical Director at St. Paul's Girls' School, Hammersmith, his biggest teaching post and one which he greatly enjoyed, remaining there until his death. When a music wing was added onto the St. Paul's Girls' School, a sound-proof teaching room was built for Holst. For the nearly twenty years of his remaining lifetime, this was where he wrote nearly all of his music. The St. Paul's Suite for the school orchestra is the first composition he wrote there. Originally written for strings, Holst added wind parts to include an entire orchestra if necessary.

The first movement begins with a robust "Jig" in alternating 6/8 and 9/8 time. Holst introduces a contrasting theme, then skillfully develops and blends the two themes. The "Ostinato," marked Presto, opens with a figure played by the second violins which continues throughout the movement, then a solo viola introduces the principal theme. In the "Intermezzo" a solo violin introduces the principal theme over pizzicato chords, then the solo viola joins the violin in a duet. After an animated section the original melody is again heard, now performed by a quartet of soloists. Finally the folksong "Dargason" is introduced very softly, then cellos enter playing the beautiful "Greensleeves" and the two folksongs are played together to end the suite.

*De Profundis Ya
Gustav Holst - First Choral Symphony, Op. 41 (1923 - 1924), Part. 1 - Prelude
Gustav Holst - First Choral Symphony, Op. 41 (1923 - 1924), Part. 2 - Song and Bacchanal
Gustav Holst - First Choral Symphony, Op. 41 (1923 - 1924), Part. 3 - Ode on a Grecian Urn

By 1923, Holst enjoyed a substantial reputation as a choral composer. That year he was chosen by the organizers of the 1925 Leeds Triennial Festival to write a new work for that event. Holst accepted the commission. Turning to the poetry of John Keats for his text, Holst utilized various unrelated passages that stimulated his musical imagination. For the introduction and first movement he chose stanzas from the chorus of shepherds in Endymion and from the Roundelay in Book IV of the poem. The second movement became a setting of the complete poem Ode on a Grecian Urn. The Scherzo uses much of "Fancy and Folly's Song" a short piece published in Extracts from an Opera. For the finale Holst chose the lines "Spirit here that reighenest" which the poet had written in a copy of Beaumony and Fletcher's plays; this was followed by extracts from the Hymn to Apollo, most of the Ode to Apollo and the ode Bards of Passion and of Mirth. The work thus became a four-movement choral symphony, with the vocal parts fully integrated in the overall musical texture instead of being added to the orchestra as an extra element.[2]

Draft of Endymion by John Keats, c 1818.

Endymion is a poem by John Keats first published in 1818. Beginning famously with the line "A thing of beauty is a joy for ever", Endymion, like many epic poems in English (including John Dryden's translations of Virgil and Alexander Pope's translations of Homer), is written in rhyming couplets in iambic pentameter (also known as heroic couplets). Keats based the poem on the Greek myth of Endymion, the shepherd beloved by the moon goddess Selene. The poem elaborates on the original story and renames Selene "Cynthia" (an alternative name for Artemis)

The First Stanza Of "Endymion"

A thing of beauty is a joy for ever:
Its loveliness increases; it will never
Pass into nothingness; but still will keep
A bower quiet for us, and a sleep
Full of sweet dreams, and health, and quiet breathing.
Therefore, on every morrow, are we wreathing
A flowery band to bind us to the earth,
Spite of despondence, of the inhuman dearth
Of noble natures, of the gloomy days,
Of all the unhealthy and o'er-darkened ways:
Made for our searching: yes, in spite of all,
Some shape of beauty moves away the pall
From our dark spirits. Such the sun, the moon,
Trees old and young, sprouting a shady boon
For simple sheep; and such are daffodils
With the green world they live in; and clear rills
That for themselves a cooling covert make
'Gainst the hot season; the mid forest brake,
Rich with a sprinkling of fair musk-rose blooms:
And such too is the grandeur of the dooms
We have imagined for the mighty dead;
All lovely tales that we have heard or read:
An endless fountain of immortal drink,
Pouring unto us from the heaven's brink.


Gustav Holst - Hymn to Dionysus, Op. 31 No. 2

Gustav Holst - Choral Hymns from the Rig Veda, Op. 26 and Two Eastern Pictures (1911)

The years 1900 through 1912 could be thought of as Holst's "Sanskrit" period. Inspired by his Theosophist stepmother, Holst developed an interest in the religious literature and poetry of India in his mid-twenties, going so far as to learn the rudiments of the Sanskrit language at University College, London, so that he could make his own translations when he found those that were available unsuitable for his musical settings. His first effort in this vein was the opera Sita (1900-1906); later came works like the opera Sàvitri (1908), the choral work The Cloud Messenger (1909-1910), and the Choral Hymns from the Rig Veda, written over the years 1908 through 1912.
The Rig Veda is a set of over 1000 hymns -- singing the praises of the sacred plant soma and gods like Varuna, Agni, and Indra -- brought by Indo-European speaking peoples into India somewhere around 1500-1000 B.C. Holst set 14 of these hymns in his four groups of Choral Hymns, which were fairly popular during his lifetime, but have seldom been performed since.